Μυστικὴ Παράκληση, Κωστῆς Παλαμᾶς

Μυστικὴ Παράκληση, Κωστῆς Παλαμᾶς

Δέσποινα,

κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου

δὲ φτάνει νὰ σκεπάση,

ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ’ ἄδειο,

σὰν τ’ ἀλόγιστο

χυμένο προτοῦ νάρθη ἡ πλάση,

ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση

καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.

Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,

κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα στάλα τοῦ αἰθέρα,

 ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή,

ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Πρόστρεξε, Μυροφόρα,

μονάχα Ἐσένα πίστεψα

καὶ λάτρεψα μονάχα Ἐσένα

ἀπὸ τὰ πρωτινὰ γλυκοχαράματα

κι ὡς τώρα μὲς στὰ αἱματοστάλαχτα

μιᾶς ὠργισμένης δύσης.

***

Δέσποινα, στήριξε μ’ Ἐσὺ καὶ μὴ μ’ ἀφήσης.

Δέσποινα,

βῆμα δὲν ἔχω μήτε φτέρωμα,

μὲ γονατίζει τὸ στοιχειὸ τῆς θλίψης.

Ὑψώσου ποιός μοῦ λέει; δὲ δύναμαι,

δύνασαι κάτου Ἐσὺ ὡς ἐμὲ νὰ σκύψης;

Ρίξε ἀπὸ πάνου σου,

στοὺς ἀθανάτους τὴ θεοπρεπή

παράτησε ἁλουργίδα τοῦ Ὀλύμπου,

ἔλα, κατέβα ὁλόγυμνη, βαφτίσου

στὸν Ἰορδάνη τοῦ δακρύου,

κι ὕστερα κρύψε τὸ τρανὸ κορμὶ τὸ ἡλιόχαρο

στὴ σκέπη τὴ γαλάζια τῆς Ἀειπάρθενης,

πού εἶν’ ἡ χαρὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων.

Δὲν εἶσ’ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἠδονολάστρα ἡ Μοῦσα,

τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς σκληρῆς

χαρᾶς δὲν εἶσαι ἡ Πιερίδα,

τοῦ σπλάχνους τοῦ τρανοῦ βαθιογάλανη

φορεῖς Ἐσὺ πορφύρα

κι ἀπὸ τοῦ θρήνου κατεβαίνεις τὴν πατρίδα.

Ἄ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο,

καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς,

καὶ φτάσε καθὼς φτάνει στοὺς ἁμαρτωλούς,

καὶ δείξου καθὼς δείχνεται στοὺς σκλάβους

ἡ Ἁγιὰ Λεοῦσα.

***

Ἄκου, ἕνα-σκοῦσμα τὸν ἀέρα σπάραξε·

Ποιὸς κλαίει ;

Κοίτα, βροχὴ ἀπὸ λάβα βρέχει ἕνας θειφότοπος·

τί κλαίει ;

Ἔλα κοντά, ἕνας ἤσκιος ἀργοσάλεψε,

καὶ λέει :

Τοῦ τραγουδιοῦ σου δὲ γυρεύω πιὰ τὸ θρίαμβο,

μηδὲ τὸν κόσμο τὸν ὁλάκριβο, τὴ Λύρα,

μηδὲ τὴ μοίρα

τοῦ δοξασμένου διαλεχτοῦ σου, Δέσποινα!

Λυπήσου,

καὶ πλάσε μου,

καὶ στεῖλε μου ἕναν ὕπνο ἥσυχο ἥσυχο,

μὲ τοῦ παιδιοῦ τὸ γλυκανάσασμα,

μαζί μου.