Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου και το πρώτο του όνομα Ρέπροβος. Φαίνεται ότι στην εμφάνισή του ήταν υπερβολικά άσχημος, διότι άνηκε σε φυλή ανθρωποφάγων. Συνελήφθη όμως αιχμάλωτος από τους Ρωμαίους, αλλά επειδή είχε αγαθή προαίρεση δεν άργησε να αναδειχθεί πιο ανθρώπινος από τους πολιτισμένους αλλά αιμοδιψείς κυρίους του. Αργότερα δέχθηκε τη χριστιανική πίστη, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάστηκε σε Χριστόφορο. Δεν ανεχόταν όμως τις διώξεις των χριστιανών. Για το λόγο αυτό, όταν κάποια μέρα είδε χριστιανούς, τους οποίους κακοποιούσαν ειδωλολάτρες, αγανακτισμένος έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις, αλλά με τη βία διέφυγε τη σύλληψη, χάρη στο ρωμαλέο ανάστημα του, το οποίο προκάλεσε φόβο στους διώκτες του. Οι άλλοι χριστιανοί τον συμβούλευαν να διαφύγει σε κάποιο μακρινό και ακατοίκητο μέρος διότι αργότερα οι ειδωλολάτρες σίγουρα θα τον συνελάμβαναν. Και όντως έγινε καταγγελία εις βάρος του και ένα απόσπασμα άρχισε να ψάχνει να τον βρει για να τον συλλάβει. Μετά από αρκετές ημέρες έρευνας αποκαμωμένοι και νηστικοί ανακάλυψαν τον άγιο. Επειδή όμως δια της προσευχής ο άγιος κατόρθωσε να πολλαπλασιάσει το λιγοστό άρτο και να χορτάσει όλους τους στρατιώτες, οι έκπληκτοι στρατιώτες πίστεψαν στο Χριστό. Όταν ο Δέκιος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, διέταξε τον αποκεφαλισμό όχι μόνο του Χριστόφορου, αλλά και των ευλαβών στρατιωτών χαρίζοντάς τους το στέφανο του μαρτυρίου και την ουράνια δόξα.