Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, από το 1968 και κάθε χρόνο, κατά τη Β΄ εβδομάδα των Νηστειών, η Αποστολική Διακονία διοργανώνει την Εβδομάδα Εξωτερικής Ιεραποστολής.
Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, από το 1968 και κάθε χρόνο, κατά τη Β΄ εβδομάδα των Νηστειών, η Αποστολική Διακονία διοργανώνει την Εβδομάδα Εξωτερικής Ιεραποστολής.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας οι πιστοί σε όλους τους ναούς της χώρας καλούνται να συνεισφέρουν για την ορθόδοξη ιεραποστολή. Το προϊόν της δισκοφορίας αυτής αποτελεί βασικό έσοδο για την οικονομική κάλυψη των πολλών αναγκών της ιεραποστολικής προσπάθειας της Εκκλησίας μας, η οποία με συνέπεια και απόλυτη αφοσίωση στον προτρεπτικό λόγο του Χριστού «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…» φροντίζει να ακουστεί το μήνυμα του Ευαγγελίου στις εσχατιές του κόσμου.
Η εξέλιξη του ιεραποστολικού έργου, συνδέεται αναπόσπαστα με την αυθόρμητη έκφραση των φιλάδελφων αισθημάτων μας προς τους νεόφυτους αδελφούς μας στην Ορθοδοξία. Πρέπει δε να έχουμε πίστη ότι «Θεού εσμέν συνεργοί» στο έργο της ιεραποστολής, για το οποίο χρειάζεται πολλή προσευχή, ειλικρινής συμβολή και πρόθυμη συμπαράσταση σε όσους κοπιάζουν και μοχθούν. Εμείς «φυτεύομεν και ποτίζομεν. Ο Θεός αυξάνει».
Σχόλια στην Κυριακή της Ορθοδοξίας
Εκκλησία: Σώμα Χριστού
Επισκόπου Φαναρίου κ. Αγαθαγγέλου
Ἡ μαρτυρία μας
Κάθε χρόνο, κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καλούμεθα νά κηρύξωμε, νά ἀπολογηθοῦμε γιά τήν πίστη μας, τή ζωή μας, τήν ταυτότητά μας καί τήν ἐλπίδα μας.
Στή σημερινή ἡμέρα, πού εἶναι ἡ γιορτή τῆς εἰκόνας καί ἡ ἑορτή τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ γιορτή τοῦ ἀνθρώπου, εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε νά μαρτυρήσουμε περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς πασχαλίου κοινότητος, πορευομένης πρός τό ὁριστικό πάσχα, περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς Εὐαγγελικῆς καί Εὐχαριστιακῆς Κοινότητας, πού ἀναλαμβάνει στήν προσευχή της ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί τήν προσκαλεῖ νά λάβει μέρος στήν τριαδική ἀγάπη. Ὀφείλουμε νά μαρτυρήσουμε γιά τήν πνευματική σημασία τῆς γῆς καί τοῦ κάλλους, γιά τόν ἄνθρωπο σάν ὑπέρβαση καί κοινωνία, χαραγμένης μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ γιά τήν κλήση του, τή σπίθα, τήν πνοή πού τόν ἁρπάζει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί τοῦ δίνει τήν δύναμη νά τόν μεταμορφώσει. Ἔχουμε νά μαρτυρήσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ χαρά καί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν γνωρίσει μέ μία ἀδιαχώριστη ἀπό τήν ἀγάπη γνώση, ἑνώνοντας τό πνεῦμα του καί τήν καρδιά του καί εὑρίσκοντας τήν καρδιά του στόν Χριστό, “καρδιά τῆς Ἐκκλησίας”, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
Το μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
Ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθοδοξία, γίνεται λόγος γιά τό πολυτιμώτερο τῆς πίστης καί τῆς ἐλπίδας, τήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι δυνατό νά ὁριστῆ ἤ νά περιγραφῆ αὐτό πού μετέχει στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ στή θεία ζωή, σ’ αὐτήν τήν ἀνεξάντλητη ζωή τοῦ Θεοῦ πού γεμίζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξή μας καί μέσα στήν ἁμαρτία μας καί μέσα στήν πτώση μας; Πῶς θά μποροῦσε νά μιλήσει κανείς γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἐργάζεται ἀδιάκοπα γιά νά ἀναγάγει τόν ἄνθρωπο στήν προσωπική του καί ἐκκλησιαστική του ζωή στά σκαλοπάτια τῆς θέωσης;
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἕνωση καί ἑνότητα τῶν πιστῶν στήν θεωμένη -δοξασμένη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Χριστός καί Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα ἀδιάσπαστη καί ἀσύγχυτη. Εἶναι, κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο, “γένος ἕνα, Θεοῦ καί ἀνθρώπων”. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ “ἐκκλησιαστής μας” γιατί μᾶς συνάγει στό Πανάγιο σῶμα Του ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία μας, γιατί γίνεται ὁ πνευματικός τόπος τῆς συνάξεώς μας. Νά γιατί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ποτέ χωρίς τόν ἀληθινό Χριστό Ἐκκλησία, οὔτε πάλι νά στηριχθεῖ σέ καμμιά ἰδεολογία, ἔστω λεγομένη “Χριστιανική “. Γιατί εἶναι ἀδιάσπαστα συνυφασμένη μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Σαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὅλος Χριστός, ὄχι σῶμα Χριστιανῶν ἀλλά σῶμα Χριστοῦ.
Τήν χριστοκεντρική αὐτή πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἰκονίζει καί ἐκφράζει, ἀλλά καί πραγματώνει, μιά πράξη λειτουργική, πού λαμβάνει χώρα στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας. Πρόκειται γιά τή συστολή τῶν Τιμίων Δώρων στό ἅγιο Ποητήριο. Ὁ Λειτουργός συστέλλει (συγκεντρώνει) μέσα τό ἅγιο Ποτήριο, ὅ,τι ἄλλο ὑπῆρχε στό Δισκάριο ἐκτός ἀπό τόν Ἀμνό, τό σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδή τή μερίδα τῆς Θεοτόκου, τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων καί Ἁγίων, τά μνημονευθέντα , ζῶντα καί τεθνεῶτα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού συνεπιτέλεσαν μέ τόν Λειτουργό τή Θεία Λειτουργία. Ἔτσι ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία τῶν πιστῶν εἶναι ἤδη συναγμένη μέσα στό ἅγιο Ποτήριο.
Ἡ καινή κτίση
Ἡ κοινωνία στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διαφοροποιεῖται ἀμετάκλητα καί ὁριστικά ἀπό κάθε ἄλλη ἐγκόσμια κοινωνία. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες κοινωνίες θεμελιώνονται σέ ὁρισμένες ἰδεολογικές προϋποθέσεις.
Ἡ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰσῆλθε στόν κόσμο σάν καινούργια πραγματικότητα ὡς “Καινή Κτίσις”. Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τό κατ’ ἐξοχήν καί μόνο “ν έ ο” πού γνώρισε ποτέ ὁ κόσμος διαφοροποιεῖ ριζικά τή δική του κοινωνία, ἀπό κάθε ἀνθρώπινη ὁμάδα πού διεκδικεῖ τό ὄνομα τῆς κοινωνίας.
Ἡ ἔνταξη μας ὅμως στήν ἐν Χριστῷ κοινωνία καί συνεπῶς στήν ἐκκλησιαστική ζωή προϋποθέτει ἕνα καί μοναδικό τρόπο. Εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἡ χριστοζωή, σάν νέος τρόπος ὕπαρξης, νά γίνει καί δική μας ζωή. Αὐτό πραγματοποιεῖται, ὅταν μετά ὁρισμένη πορεία, φθάσουμε στό σημεῖο να μή ζοῦμε πιά ἐμεῖς, ἀλλά νά ζῆ μέσα μας ὁ Χριστός. Ὅλη αὐτή ἡ πορεία στή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζεται πορεία θεώσεως καί εἶναι ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. Στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἰσέρχεται κανείς γιά νά σωθεῖ, νά θεωθεῖ. Ἄν ὁ στόχος αὐτός παραθεωρηθεῖ τότε ἀλλοιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική ζωή καί ἔτσι καταντᾶ μιά αἵρεση πού δέν σώζει ἀλλά ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια.
Ἡ μεταπτωτική ἐμπειρία τοῦ κόσμου
Ἡ ἁμαρτία τοῦ κόσμου δέν θέλησε νά δεχθῇ τόν Χριστό ὡς κέντρο ὅλων τῶν γεγονότων. Οἱ συνέπειες ἀπό μιά τέτοια ἀποδοχή πού εἰσχωροῦν βαθειά στή ζωή καί ἐγείρουν μεγάλες ἀξιώσεις ἀλλοτριώνουν τελικά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο κάνοντας τον νά λησμονήση τήν θεία του καταβολή καί τόν προορισμό του, ὅτι ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του αὐτοπαραδόθηκε ” ἵνα οἱ ἄνθρωποι ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν”.
Ἡ νεοελληνική μας ζωή πού πασχίζει ἀκόμη γιά τήν ἰδεολογική της ταυτότητα ἐμφανίζει τήν εἰκόνα μιᾶς κουλτούρας ἤ ἑνός νεοουμανισμοῦ στά ὅρια δῆθεν ἀνώδυνων ἰδεολογιῶν μέ τίς ὁποῖες ζητοῦμε νά ντύσουμε τήν προσωπική μας καί πνευματική μας φτώχεια.
Τό σκάνδαλο δέν εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ἐγκλεισμός στήν ἐνδοκοσμιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναιἡ ἄρνηση κάθε μεταφυσικῆς ἀρχῆς ἀλλά ἡ σκοπιμότητα νά διασωθεῖ ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου στόν ἐξαντλούμενο κόσμο του. Δέν εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυρῦ, ἀλλά ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου πού αὐτοαναιρεῖται. Δέν εἶναι ἡ ἀπαίτηση τῆς ὑπερβάσεως, ἀλλα ἡ αὐθάδεια καί ἡ ἀνεπάρκεια τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι ἡ ἔλλειψη δραστηριότητος, ἀλλα ἡ πολυπραγμοσύνη μας, ἡ τάση καί ἀναίδειά μας νά ἀσχολούμαστε μέ ὅλα καί νά τά ἐξηγοῦμε ὅλα. Τό σκάνδαλο ἀκόμη δέν εἶναι πῶς μιλοῦμε γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πώς μιλοῦμε γιά νά τόν ἀγνοοῦμε καί νά τόν ἀπορρίπτουμε.
Ἔτσι στό χῶρο τῆς μεταπτωτικῆς μας ἐμπειρίας θά πρέπει νά μιλοῦμε γιά τήν διαστροφή καί τό πρόβλημα τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης ἔξω ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι τό τελικό νόημα τῆς σημερινῆς μας κρίσης εἶναι ὅτι ὁ κόσμος μέσα στόν ὁποῖο πρέπει νά ζήσει σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ὁ κόσμος της, οὔτε ἀκόμη περισσότερο κάποιος οὐδέτερος κόσμος, ἀλλά ἕνας κόσμος πού τήν προκαλεῖ στήν οὐσία καί τήν ὕπαρξή της, ἕνας κόσμος πού προσπαθεῖ συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα νά τή μετατρέψει καί νά τή μειώσει.
Τό ἐρώτημα συνεπῶς εἶναι εὐνόητο: τί μπορεῖ νά γίνει σήμερα;
Πρώτιστη ἀνάγκη εἶναι νά βιώνεται ἡ ἐσχατολογική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδοξίας καί στή σημερινή ἱστορική πραγματικότητα. Πῶς δηλαδή θά λειτουργήσουμε ὅλοι μαζί καί ἡ ἐκκλησιαστική μας ζωή, ὀρθόδοξα μέσα στά σημερινά πολιτικά – πολιτισμικά καί κοιωνικά δεδομένα. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι ἡ στάση τῆς Ὀρθοδοξίας σέ κάθε ἐποχή! Διακρατεῖ τή συνέχεια της, ὄχι μέσῳ κάποιας συνοπτικῆς διασύνδεσης μέ τό παρελθόν, ἀλλά παροντοποιώντας τήν παράδοσή της στό κάθε παρόν, κινούμενη στό δικό της διαρκές παρόν ζωῆς και μαρτυρίας.
Καμμιά δυνατότητα ὅμως δυναμικῆς ἐπιστροφῆς στήν παράδοση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς δέν εἶναι δυνατή ἄν δέν ξεκαθαρισθεῖ πρῶτα τί ἐπιδιώκουμε. Ἄν δέν συνειδητοποιηθεῖ ἡ κατάστασή μας. Ἄλλωστε αὐτό συμβαίνει πάντα. Χωρίς συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ μετάνοια εἶναι ἀδύνατη.
Θά μᾶς πεῖ κάποιος ὅτι ὅλα αὐτά σάν ἐπισήμανσεις καί θεωρία στέκουν. Στήν πράξη ὅμως τί γίνεται; Τό πρακτικώτερο εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀναπληρώνει καί θεραπεύει. Ζητεῖτε καί εὑρήσετε. Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς προσκαλεῖ καί μᾶς προκαλεῖ.
“Ἔρχου καί ἴδε”. Καί ἄν αὐτός ὁ ἐρχομός μας εἶναι πορεία ταπεινή καί καθαρή, πού θά περνᾶ μέσα ἀπό τήν λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς ἐνορίας μας, τῆς Ἐκκλησίας μας, τότε θά ὁδηγηθοῦμε στήν ἑνότητα φρονήματος καί στήν ἐν Χριστῷ αὔξηση καί ἀναγέννησή μας, ὥστε ὁ καθένας ἀπό μᾶς νά μπορέσει νά πεῖ τοῦτο τό λόγο, ὅπως στό σημερινό Εὐαγγέλιο ὁ Ναθαναήλ:
” Ραββί, ἀληθῶς Θεοῦ υἱός εἶ”.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, ἐκδ. Ἀκρίτας.