Ευαγγελική περικοπή για την Κυριακή Ε’ Νηστειών
Μάρκ. ι΄ 32 – 45
Ο Κύριος προλέγει το Πάθος και την Ανάστασή Του – Το αίτημα των υιών Ζεβεδαίου
32 ῏Ησαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν,
33 ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται.
41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. 42 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,
44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Απόδοση στη Νέα Ελληνική
32 Ανέβαιναν προς τα Ιεροσόλυμα. Ο Ιησούς προχωρούσε μπροστά από τους μαθητές του, που ήταν κυριευμένοι από δέος και τον ακολουθούσαν φοβισμένοι. Ο Ιησούς πήρε πάλι τους δώδεκα χωριστά κι άρχισε να τους λέει τα όσα ήταν να του συμβούν. 33 «Ακούστε», τους έλεγε «τώρα που ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα. ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, οι οποίοι θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς. 34 Θα τον περιγελάσουν, θα τον μαστιγώσουν, θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί».
35 Πλησιάζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις τη χάρη που θα σου ζητήσουμε». 36 «Τι θέλετε να κάνω για σας;» τους ρώτησε εκείνος. 37 «Όταν θα εγκαταστάσεις την ένδοξη βασιλεία σου», του αποκρίθηκαν, «βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στα αριστερά σου». 38 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι του πάθους που θα πιώ εγώ ή να βαφτιστείτε με το βάπτισμα με το οποίο θα βαφτιστώ εγώ;» 39 «Μπορούμε», του λένε. Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Το ποτήρι που θα πιω εγώ θα το πιείτε, και με το βάπτισμα των παθημάτων μου θα βαφτιστείτε, 40 το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα αριστερά μου δεν μπορώ να σας το δώσω εγώ, αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς για τους οποίους έχει ετοιμαστεί».
41 ‘Οταν τ’ άκουσαν αυτά οι υπόλοιποι δέκα μαθητές, άρχισαν ν’ αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. 42 Τους κάλεσε τότε ο Ιησούς και τους λέει: «Ξέρετε ότι αυτοί που θεωρούνται ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους, και οι άρχοντές τους τα καταδυναστεύουν. 43 Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσα σας πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· 44 και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων. 46 Γιατί και ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους».
Εἰς τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
ὅπου γίνεται καὶ λόγος περὶ ἐλεημοσύνης
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
1. Ὑπάρχουν μερικὰ θαλάσσια μέρη ποὺ τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Ὅσοι λοιπὸν πλέουν σʼ αὐτὰ τὰ μέρη κρεμοῦν κώδωνες στὰ πλευρὰ τῶν πλοίων, ὥστε τὰ θηρία τρομαγμένα ἀπὸ τὸν ἦχο τους νὰ φεύγουν. Καὶ τοῦ δικοῦ μας βίου ἡ θάλασσα τρέφει πολλὰ καὶ φοβερώτερα θηρία, τὰ πονηρὰ πάθη δηλαδὴ καὶ τοὺς ἐφόρους τῶν παθῶν δαίμονες ποὺ εἶναι πονηρότεροι.
Ἐπιπλέει σʼ αὐτὴ τὴ θάλασσα σὰν πλοῖο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ κι ἀντὶ γιὰ κώδωνες ἔχει τοὺς πνευματικοὺς διδασκάλους, ὥστε μὲ τὸν ἱερὸ ἦχο τῆς διδασκαλίας τούτων νʼ ἀπομακρύνη τὰ νοητὰ θηρία. Αὐτὸ προφανῶς προτυπώνοντας ἡ στολὴ τοῦ Ἀαρών, εἶχε εὔηχους κώδωνες ραμμένους στὰ ἄκρα της καὶ σύμφωνα μὲ τὰ θέσμια ἔπρεπε νʼ ἀκούεται ὁ ἦχος τους, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Ἀαρών.
2. Ἐμεῖς δέ, μεταφέροντας καλῶς τὸ γράμμα στὸ πνεῦμα, ἂς ἠχήσουμε τώρα σὲ σᾶς πνευματικά, καὶ μάλιστα κατὰ τὸν καιρὸ τῆς νηστείας, ὁπότε ἐπιτίθενται ἀγρίως φανερὰ καὶ ἀφανῆ θηρία· φανερὰ μὲν ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καὶ τὰ παρόμοια, ἄλλα δὲ ἀφανῶς ἐνεδρεύοντα, ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ ὑπόκρισις. Ὁ ἴδιος δὲ ἦχος εἶναι καὶ φυγαδευτήριο τῶν τοιούτων θηρίων καὶ φυλακτήριο τῶν ἀσκούντων τὴ νηστεία.
3. Εἶναι λοιπὸν ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀκρασία ἀντίθετα μεταξύ τους, ὅπως ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἡ νηστεία εἶναι ἐντολὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι συνομήλικη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀφοῦ ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ἀδὰμ κατὰ τὴν ἀρχὴ στὸν παράδεισο, γιὰ διαφύλαξι τῆς ζωῆς καὶ τῆς θείας χάριτος ποὺ εἶχε δοθῆ σʼ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ δὲ ἀκρασία εἶναι συμβουλὴ γιὰ τὸν θάνατο σώματος καὶ ψυχῆς, ποὺ ἐδόθηκε δολίως ἀπὸ τὸν Διάβολο στὸν Ἀδὰμ διὰ τῆς Εὔας γιὰ ἔκπτωσι τῆς ζωῆς καὶ ἀπαλλοτρίωσί της ἀπὸ τὸν Θεὸ θείας χάριτος· διότι ὁ Θεὸς θάνατο δὲν ἐδημιούργησε οὔτε εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ζώντων. Ποιὸς ἄνθρωπος λοιπὸν θέλει νὰ εὕρη ζωὴ καὶ χάρι στὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν Θεό; Ἂς ἀποφύγη τὴν θανατηφόρο ἀκρασία κι ἂς προστρέξη στὴ θεοποιὸ νηστεία καὶ ἐγκράτεια, γιὰ νὰ ἐπανέλθη χαρούμενος στὸν παράδεισο.
4. Ὁ Μωυσῆς, νηστεύοντας ἐπάνω στὸ ὅρος σαράντα ἡμέρες, ἐπέταξε σὲ ὕψος θεοπτίας κι ἐδέχθηκε πλάκες θεοσέβειας· ὁ δὲ λαὸς τῶν Ἑβραίων κάτω μεθώντας, ἐξέπεσαν σὲ ἀσέβεια καὶ ἐχώνευσαν εἴδωλο μόσχου σὲ ὁμοίωμα τοῦ αἰγυπτίου θεοῦ Ἀπιδος, καί ἂν δὲν ἐστεκόταν μεσίτης πρὸς τὸν Θεό, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀνηλεῆ ἐξόντωσι τῶν ὁμογενῶν του ποὺ προηγήθηκε τὸν ἐξιλέωσε, δὲν θὰ τοὺς λυπόταν καθόλου ὁ Θεός. Ἂν λοιπὸν χρειαζώμαστε κιʼ ἐμεῖς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ μεθοῦμε μὲ οἶνο, οὔτε νὰ βαρυνώμαστε ἀπὸ ὑπερκορεσμό, πράγματα στὰ ὁποῖα ὑπάρχει ἡ ἀσωτία καὶ ἡ ἀσέβεια· θεόπτης ἦταν καὶ ὁ Ἠλίας, ἀλλὰ ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ἐκαθαρίσθηκε προηγουμένως μὲ νηστεία. Ἐπέτυχε καὶ ὁ Δανιὴλ θεοπτία καὶ ὀπτασία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους, ὁ ὁποῖος τοῦ παρεῖχε γνῶσι τῶν μελλόντων, ἀλλὰ ἀφοῦ προηγουμένως ἔμεινε ἄσιτος ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἄλλος προφήτης φονεύθηκε ἀπὸ λεοντάρι, ἀλλʼ ἀφοῦ ἔφαγε παρὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζετε ὅλοι τὸν Ἠσαῦ υἱὸν τοῦ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος λόγω γαστριμαργίας ἐξέπεσε καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα πρωτοτόκια καὶ ἀπὸ τὴν πατρικὴ εὐλογία. Ἂς φοβηθοῦμε μήπως κι ἐμεῖς, προσέχοντας σʼ αὐτὴν τὴν γαστριμαργία, ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴν ὑπεσχημένη ἐκείνη εὐλογία καὶ κληροδοσία τοῦ ἀνωτάτου Πατρός. Δὲν ἀγνοεῖτε ἐπίσης τοὺς τρεῖς παῖδες, οἱ ὁποῖοι, παραδεδομένοι στὴ νηστεία, κατεπάτησαν μὲ ἄφλεκτα πόδια καὶ σώματα τὴν κάμινο στὴ Βαβυλώνα ποὺ εἶχε ἐκκαυθῆ ἐναντίον τους ἑπταπλασίως.
5. Ἐὰν ἐπιδοθοῦμε κιʼ ἐμεῖς σὲ ἀληθινὴ νηστεία, καὶ τὴν ἐδῶ πύρωσι τῆς σαρκὸς θὰ καταπατήσουμε καὶ θὰ σβήσουμε, καὶ τὴν μελλοντικὴ κάμινο θὰ περάσουμε ἄθικτοι, ὅταν τοῦ καθενὸς τὸ ἔργο θὰ δοκιμάση τὸ πῦρ. Τί χρειάζεται νὰ ἀναφέρουμε τὸν Κύριο τῶν προφητῶν; Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα κι ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος, ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει τὸν τρόπο τῆς νίκης κατὰ τοῦ Διαβόλου, νηστεύοντας σὲ ὅλα, ἐνίκησε τὸν πειρασμὸ ποὺ ἐκίνησε τὰ πάντα ἐναντίον του, καὶ πρὸς τοὺς μαθητάς του ἔλεγε περὶ τοῦ ἄλαλου καὶ κωφοῦ δαιμονίου, «τοῦτο τὸ δαιμόνιο δὲν ἐξέρχεται παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».
6. Ἀλλὰ ἐμπρός, ἀδελφοί, ἂς δείξουμε τί εἶναι ἡ θεάρεστη κι ἀληθινὴ νηστεία. Νὰ γνωρίζετε τοῦτο, ὅτι δὲν ἐπαινοῦμε αὐτὴ καθʼ ἑαυτὴν τὴ σωματικὴ νηστεία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐνέργειά της πρὸς ἄλλα ψυχωφελέστερα· διότι γιὰ τὴ σωματικὴ ἄσκησι, λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι ὀλίγο ὠφελεῖ. Γιʼ αὐτὸ καὶ οἱ θεοφόροι πατέρες ποὺ ὁμιλοῦν ἀπὸ πείρα δὲν δέχονται τὶς πολυήμερες νηστεῖες, ἀλλὰ κρίνουν δοκιμώτερο νὰ τρώγωμε καθημερινῶς μιὰ φορὰ καὶ νὰ μὴ χορταίνωμε· καὶ τοῦτο λέγουν σύμμετρη καὶ συνετὴ νηστεία, πράγμα ποὺ λέγει καὶ ἡ Γραφή, τὸ νὰ μὴ παρασύρεται κανεὶς ἀπὸ τὴν χορτασιὰ τῆς κοιλίας καὶ τὴν ἡδονὴ τοῦ λαιμοῦ, ἀλλὰ νὰ ἀφήνη τὸ φαγητὸ ἐνῶ ἔχει ἀκόμη ὄρεξι, ἡ δὲ ποιότης καὶ ποσότης της νὰ εἶναι κατάλληλη πρὸς τὴ δύναμι καὶ διάθεσι τοῦ τρεφομένου σώματος, ὥστε νὰ συντηρῆται κατὰ τὸ δυνατὸ κι ἡ ὑγεία του. Πραγματικὰ τὸ νὰ τρώγη ὁ ἀσθενὴς ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα τρόφιμα καταλλήλως πρὸς τὴν ἀσθένεια καὶ συμμέτρως, χωρὶς νὰ προσθέτη στὰ ἀναγκαῖα τὰ πολὺ περιττὰ καὶ συμφέροντα, καὶ τὸ νὰ ζητῆ κανεὶς τὴν τροφὴ ἀλλʼ ὄχι τὴν τρυφή, καὶ τὴν πόσι ἀλλʼ ὄχι τὴ μέθη, καὶ τὴν σύμμετρη χρῆσι ἀλλʼ ὄχι τὴν ἀμετρία καὶ τὴν ἀκρασία καὶ τὴν κατάχρησι, δὲν ἀφαιρεῖ τὴν ἁγιότητά του.
7. Τέτοια λοιπὸν εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ θεάρεστης νηστείας, ὁ δὲ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἐθεσμοθετήθηκε κι ἐτιμήθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς. Διότι ποιὰ εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἂν ἀπέχουμε τῆς σωματικῆς τροφῆς, ἀλλὰ κυριαρχούμαστε ἀπὸ σαρκικὰ φρονήματα καὶ πάθη; Ποιὸ εἶναι τὸ ὄφελος ἂν ἀπέχουμε οἴνου καὶ πιεζώμαστε ἀπὸ δίψα, νὰ μεθοῦμε δὲ ὄχι ἀπὸ οἶνο, σύμφωνα μὲ τὸν λέγοντα, «ἀλλοίμονο στοὺς μεθύοντας ὄχι ἀπὸ οἶνο», καὶ νὰ ταρασσώμαστε ψυχικὰ ἀπὸ θυμὸ καὶ βασκανία; Ποιὸ εἶναι τὸ ὄφελος, ἂν ἀπέχουμε ἀπὸ τρυφηλὴ τράπεζα, ἀλλὰ ἔχουμε ἀταπείνωτη τὴν ψυχή, καὶ ἂν ἔχουμε ἀλλοιωμένη τὴν σάρκα γιὰ ἔλαιο, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε ταπεινωμένη τὴν ψυχὴ κατὰ τὴ νηστεία; Ποιὸ εἶναι τὸ ὄφελος, ἂν ἀπαλλαγήκαμε μὲν ἀπὸ τὴν ὁμίχλη ποὺ ἀναθυμιᾶται ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά, ἀλλὰ ἀχρειώνεται ὁ νοῦς μας μὲ φροντίδες καὶ ματαίους λογισμοὺς καὶ ἀχρειώνονται μαζί του οἱ προσευχὲς πρὸς τὸν Θεό;
8. Γιʼ αὐτὸ καλὴ νηστεία εἶναι αὐτὴ ποὺ τελεῖται γιὰ τὸν μαρασμὸ τῆς ἐπιθυμίας, γιὰ τὴν ταπείνωσι τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴν μεταποίηση τοῦ μίσους, γιὰ τὸ σβήσιμο τοῦ θυμοῦ, γιὰ τὴν ἀπάλειψι τῆς μνησικακίας, γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς διανοίας καὶ τὴν ἐπιτέλεση τῆς προσευχῆς. Ἐὰν δὲ εἶσαι εὔπορος, τὸ περίσσευμα τῆς τροφῆς σου νὰ προσφέρεται γιὰ τὴν παρηγοριὰ τῶν ἀπόρων. Ἐὰν νηστεύης ἔτσι, ὄχι μόνο θὰ συμπάσχης καὶ θὰ συννεκρώνεσαι, ἀλλὰ καὶ θὰ συνανίστασαι καὶ θὰ συμβασιλεύης μὲ τὸν Χριστὸ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Διότι, ἀφοῦ γίνης διὰ τῆς νηστείας αὐτοῦ τοῦ εἴδους σύμφυτος μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, θὰ γίνης καὶ κοινωνὸς τῆς ἀναστάσεως καὶ κληρονόμος τῆς ζωῆς σʼ αὐτόν. Αὐτὸς ποὺ νηστεύει, ἐὰν μὲν πειράζεται, νικᾶ τὸν πειράζοντα· ἐὰν δὲ δὲν πειράζεται, συντηρεῖ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ταλαιπωρώντας καὶ δουλαγωγώντας τὸ σῶμα κατὰ τὸν Παῦλο, πού ἐδειλίαζε μήπως φανῆ ἀδόκιμος· ἐὰν δὲ ὁ Παῦλος δειλιάζη, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ δειλιάζουμε ἐμεῖς; Αὐτὸς ποὺ νηστεύει λοιπὸν δουλαγωγεῖ τὸ σῶμα καὶ καθιστᾶ δόκιμη τὴν ψυχή· ἐνῶ αὐτὸς ποὺ παχύνει τὴν σάρκα ποὺ ἔπειτα ἀπὸ λίγο θὰ φθαρῆ, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ δὲν τρώγει γιὰ νὰ ζήση ἀλλὰ μᾶλλον ζῆ γιὰ νὰ τρώγη, ὅπως τὰ ζῶα ποὺ προετοιμάζονται ἀπὸ μᾶς γιὰ σφαγὴ καὶ στὰ ἀναγκαῖα προσθέτει τὰ περιττὰ γιὰ νὰ λιπαίνη τὸ σῶμα ἢ νὰ τὸ διεγείρη σὲ κακὲς ἐπιθυμίες ἢ ἁπλῶς ἔτσι γιὰ φιληδονία σωματική, πάντως δὲν κάμει τίποτε ἄλλο παρὰ ἑτοιμάζει πλουσιωτέρα τροφὴ στοὺς σκώληκες. Ἑπομένως καλῶς ψάλλει ὁ προφήτης Δαβίδ, «ποιὰ εἶναι ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὸ αἷμα μου, ὅταν θὰ κατεβαίνω στὴ φθορά;».
9. Ὅταν λοιπὸν νηστεύης καὶ τρέφεσαι μʼ ἐγκράτεια, νὰ μὴ ἀποθηκεύης γιʼ αὔριο τὰ περισσεύματα, ἀλλὰ ὅπως ὁ Κύριος πτωχεύοντας μᾶς ἐπλούτισε, ἔτσι καὶ σὺ πεινώντας ἑκουσίως, χόρτασε τὸν ἀκουσίως πεινασμένο, τότε ἡ νηστεία σου θὰ εἶναι σὰν περιστερὰ ποὺ φέρει κάρφος ἐλαίας κι εὐαγγελίζεται στὴν ψυχή σου τὴν σωτηρία ἀπὸ τὸν κατακλυσμό. «Ἐὰν ἀφαιρέσης ἀπὸ τὸ μέσο σου τὸν ζυγὸ καὶ τὴ χειροδικία καὶ τὸν κακόβουλο λόγο», λέγει ὁ μέγας Ἠσαΐας, «καὶ δώσης στὸν πεινασμένο ἄρτο μὲ τὴν ψυχή σου καὶ χορτάσης πεινασμένη ψυχή, τότε τὸ φῶς σου θὰ λάμψη στὸ σκότος καὶ τὸ σκότος σου θὰ εἶναι σὰν μεσημβρία». Ἐὰν δὲ δὲν θέλης νὰ δώσης τὰ δικά σου, τουλάχιστον νʼ ἀπέχης ἀπὸ τὰ ξένα καὶ νὰ μὴ κάμης κατοχὴ στὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶναι δικά σου, ἁρπάζοντας καὶ θησαυρίζοντας καὶ ἀπὸ τοὺς πτωχότερους μερικὲς φορὲς ἀδίκως, γιὰ νὰ μὴ ἀκούσης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν προφήτη δικαίως τοῦτο· «δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ νηστεία ποὺ προτιμῶ ἐγώ», λέγει ὁ Κύριος, «οὔτε ἂν κάμψης τὸν λαιμό σου σὰν κρίκο, θὰ γίνη δεκτὴ ἡ νηστεία σου· ἀλλὰ ν’ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ κάθε δεσμὸ ἀδικίας, νὰ διαλύσης τοὺς δεσμοὺς τῶν βιαίων συναλλαγῶν, νὰ διασπάσης κάθε ἄδικη ὑποχρέωση· τότε τὸ φῶς σου θὰ ἐκχυθῆ σὰν αὐγὴ κι ἡ θεραπεία σου θʼ ἀναφανῆ γρήγορα, ἡ δικαιοσύνη σου θὰ εἶναι ἐμπροσθοφυλακή σου καὶ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι ὀπισθοφυλακή σου».
10. Ἐὰν λοιπὸν δὲν δίδης στὸν πτωχὸ ἀπὸ τὰ δικά σου, καὶ μάλιστα τὰ περισσεύματα, τουλάχιστον νὰ μὴ τʼ ἀποκτᾶς σὲ βάρος τοῦ πτωχοῦ· ἂν καὶ ὁ δεσπότης τῶν ὅλων Χριστὸς ἀποπέμποντας τοὺς τῆς ἀριστερᾶς μερίδος στὸ πῦρ καὶ καταρώμενος αὐτούς, δὲν τοὺς καταδικάζει σὰν ἅρπαγες, ἀλλὰ ὡς μὴ μεταδίδοντας στοὺς ἐνδεεῖς. Ἑπομένως οἱ ἅρπαγες καὶ οἱ ἄδικοι οὔτε θʼ ἀναστοῦν γιὰ παρουσίασι καὶ κρίσι, ἀλλὰ ἀμέσως γιὰ μεγαλύτερη καταδίκη καὶ κατάκρισι, ἀφοῦ κι ἐδῶ, ὅπως φαίνεται, αὐτοὶ ποτὲ δὲν παρουσιάσθηκαν στὸν Θεὸ ἐντελῶς ἀπὸ ψυχή· «διότι», λέγει, «ὅσοι τρώγουν τὸν λαό μου σὰν ἄρτο δὲν ἐπεκαλέσθηκαν τὸν Θεό». Ὁ πλούσιος τοῦ ὁποίου οἱ ἀγροὶ ἐκαρποφόρησαν ἀφθόνως καὶ ὁ ἐνδεδυμένος μὲ πορφύρα καὶ βύσσο δικαίως καταδικάζονται, ὄχι διότι ἀδίκησαν κάποιον, ἀλλὰ διότι δὲν μετέδωσαν ἀπὸ ὅσα δικαίως ἀπέκτησαν αὐτοί· διότι τὰ θησαυρίσματα εἶναι κοινὰ ἀπὸ τὰ κοινὰ ταμεῖα τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι πλεονέκτης αὐτὸς ποὺ οἰκειοποιεῖται τὰ κοινά, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνο πού σφετερίζεται φανερὰ τὰ ξένα; Ἑπομένως ὁ μὲν πρῶτος θὰ ὑποστῆ, ἀλλοίμονο, τὴν φρικτὴ διχοτόμησι ὡς κακὸς δοῦλος, ὁ δὲ ἄλλος θὰ ὑποστῆ τὰ δεινότερα καὶ φρικωδέστερα, καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν θὰ μπορέση νὰ τὰ διαφύγη, ἂν δὲν δεξιωθῆ τοὺς πτωχούς, ὥστε ὁ ἕνας νὰ διαχειρισθῆ καλῶς τὰ ἐμπιστευμένα σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ δὲ ἄλλος νὰ σκορπίση καλῶς τὰ κακῶς συναχθέντα.
11. Ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, τοὺς προγόνους σας βέβαια, περὶ φιλαδελφίας, λέγει, «δὲν ἔχετε ἀνάγκη νὰ σᾶς γράφω, διότι εἶσθε θεοδίδακτοι στὸ νʼ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».
12. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος εἶπε πρὸς μερικούς, «ἂν ἤσαστε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, θὰ ἐκτελούσατε τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ», ἂς φοβηθοῦμε κιʼ ἐμεῖς τὸν λόγο τοῦτον, ποὺ δὲν λέγεται μὲν πρὸς ἐμᾶς ἐδῶ, ἀλλὰ θὰ λεχθῆ, ὁ μὴ γένοιτο, κατὰ τὴ φρικτὴ ἡμέρα, ὅταν ἡ συγγένεια κρίνεται μᾶλλον ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα τῶν πεπραγμένων· ὅταν ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀγαπήσει τὴν ἐν Χριστῷ πτωχεία ἤ, ἂν ὄχι, τουλάχιστον τοὺς πτωχούς, οἱ καταφρονηταὶ τῆς δόξας, οἱ ἐρασταὶ τῆς ἐγκράτειας, οἱ ὄχι μόνο ἀκροαταὶ ἀλλὰ καὶ ποιηταὶ τῶν εὐαγγελικῶν θεσπισμάτων, κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ κοινοῦ κατὰ χάριν Πατρός, θὰ εἶναι ὑπερφυῶς ἕνα· «δῶσε», λέγει, «νὰ εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ἕνα, ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα»· ὅταν φανερὰ ἡ κριτικωτάτη μάχαιρα τοῦ Πνεύματος θὰ διχάση τὸν ἄνθρωπο κατὰ τοῦ πατρὸς καὶ τὴν θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς καὶ θὰ καταστήση ξένους μεταξὺ των τοὺς ἀνόμοιους στοὺς τρόπους· διότι ἂν τοὺς ξεχωρίζη ἐδῶ, πόσο περισσότερο ἐκεῖ, ὅπου ὁ παντογνώστης ἀποφαίνεται πρὸς τοὺς μὴ ὡμοιωμένους «δὲν σᾶς γνωρίζω»; Διότι δὲν ἔχουν, ὅπως ἔπρεπε τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, δὲν ἔγιναν οἰκτίρμονες ὅπως ὁ κοινὸς Πατήρ, δὲν ἔκαμαν τὰ ὑπάρχοντα κοινὰ μὲ τοὺς ἐνδεεῖς, ὅπως ἐκεῖνος μετέδωσε δωρεὰν ἀπὸ τὰ ἀγαθά του σὲ ὅλους, δὲν ἔγιναν εὐμενεῖς πρὸς τοὺς πλησίον, δὲν ἔκαμαν πλησίον τούς μακρινοὺς μὲ τὴν εὐεργεσία· ἐξ αἰτίας ἄρα τῆς ἀνομοιότητας αὐτῆς οὔτε γνωρίζει οὔτε δέχεται στὸν οἶκο τοὺς τοιούτους ὁ ἀγαθός. Ἐὰν δὲ αὐτὸς εἰπῆ ἔτσι, τὰ ἴδια περίπου θὰ εἰποῦν καὶ ὅσοι ἔζησαν κατὰ τὸ παράδειγμά του ἐδῶ καὶ θὰ συμβασιλεύσουν ἐκεῖ μαζί του πρὸς τοὺς ἐξ αἵματος συγγενεῖς των ποὺ δὲν εἶναι παραπλήσιοι στὴν ἀρετὴ μὲ αὐτούς.
13. Καὶ ἂν εἰπῆ κάποιος, ἐγὼ εἶμαι παιδί σου, ἐγὼ ἤμουν πατέρας σου, ἐγὼ ἀδελφός σου· τότε ὁ μὲν τελευταῖος θʼ ἀκούση ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι πατέρας πλὴν ἑνός, τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ πρῶτος θʼ ἀκούση, ἂν ἤσουν δικό μου τέκνο, θὰ ἤσουν μιμητής μου, τώρα δὲ εἶσαι ἐκείνου τοῦ πατρὸς τέκνο, τοῦ ὁποίου καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν ἤσουν ἐργάτης· φύγε γιὰ νὰ μείνης αἰωνίως μὲ αὐτόν, διότι ἐγὼ δὲν σὲ γνωρίζω· διότι ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ Θεοῦ εἶναι δικά μου, ἐσὺ δὲ δὲν εἶσαι τοῦ Θεοῦ. Τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου ἔχει ἐκδιωχθῆ τώρα πλέον, ἀφοῦ ἐμεῖς τὸ ἐμισήσαμε καὶ στὸν ἐκλείψαντα ἐκεῖνον βίον· γι’ αὐτὸ κι ἐγίναμε κληρονόμοι τῆς βασιλείας αὐτῆς. Ὅπου ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ κατὰ τοὺς θείους πατέρες ψυχρὸς λόγος, τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου, ἀπουσίαζε ὁ δεσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε ἐκδιωχθῆ· σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς κυριαρχοῦσε τότε τὸ πάθος τοῦτο, προξενοῦσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία καὶ κάθε εἶδος κακίας· τὸ ἴδιο πάθος τοὺς καταισχύνει καὶ τώρα.
14. Ἂς φοβηθοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, αὐτὰ τὰ πράγματα, παρακαλῶ· διότι πραγματικὰ εἶναι φρικτά. Ἂς ρυθμίσουμε τὴ διαγωγή μας, ὅπως ἀρέσει στὸν Θεό· ἂς ἀφήσουμε γιὰ νὰ ἀφεθοῦμε, ἂς ἐλεήσουμε γιὰ νὰ ἐλεηθοῦμε πολλαπλασίως· διότι αὐτὸς γιὰ χάρι μᾶς ἐπτώχευσε τελευταία, ἀναδεχόμενος στὸν ἑαυτὸ του τὴν ἐλεημοσύνη, ἀπὸ μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει τὴν ἀμοιβή· πρέπει λοιπὸν κανεὶς ἢ νὰ εἶναι κατὰ τὸ παράδειγμά του πτωχός, καὶ θὰ ζήση μαζὶ μʼ ἐκεῖνον, ἢ νὰ ἔχη τὰ ἀγαθὰ κοινὰ μὲ τοὺς γιὰ ἐκεῖνον πτωχούς, καὶ δι’ αὐτῶν θὰ σωθῆ. Ἂς ἀποκτήσουμε εὐσπλαγχνία· ἂς δώσουμε αὐτοβούλως δεῖγμα τῆς πρὸς τὸν ἀδελφὸ ἀγάπης καὶ τῆς πρὸς τὸν κοινὸ Πατέρα καὶ δεσπότη ἀφοσιώσεως. Καταλληλότερο δὲ γιʼ αὐτὰ καιρὸ δὲν θὰ εὕρη κανεὶς ἀπὸ τὶς νηστήσιμες αὐτὲς ἡμέρες· διότι, ἂν συνάψη μὲ τὴν νηστεία τὴν συμπάθεια, θʼ ἀπαλείψη κάθε ἁμάρτημα, θὰ προσκυνήση μὲ παρρησία τὰ σωτήρια πάθη, θὰ συνευφρανθῆ μὲ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἐπιτύχη τὴν αἰώνια ἀπολύτρωσι.
15. Αὐτὴν εἴθε ὅλοι ἐμεῖς νὰ ἐπιτύχουμε ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἡμῶν στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.