Η Αγία Αριάδνη ήταν δούλα και αφέντης της ήταν ο Τέρτυλος και έγινε Χριστιανή κρυφά.
Η Αγία Αριάδνη έζησε στα χρόνια των βασιλέων Αδριανού και Αντωνίνου (117 – 139 μ.Χ.), και έγινε χριστιανή σε πόλη της Φρυγίας. Όταν το έμαθε ο αφέντης της Τέρτυλος, ένας από τους ισχυρότερους πρόκριτους της πόλης, την πίεζε να γίνει ξανά ειδωλολάτρισσα. Εκείνη όμως επέμενε στην χριστιανική πίστη της και στάθηκε αδύνατο να την πείσουν να θυσιάσει στα είδωλα. Τότε την έδειραν και τη βασάνισαν για πολύ, αφού έγδαραν ακόμα και τις σάρκες της με σιδερένια νύχια.
Μετά από όλα αυτά εγκατέλειψε το σπίτι του κυρίου της. Ο κύριος της διέταξε να την καταδιώξουν και να την σκοτώσουν. Εκείνη έπεσε σε γκρεμό όπου και βρήκε τον θάνατο. Άλλοι λένε ότι η ίδια η μάρτυς, παρεκάλεσε τον Θεό να ανοίξει μία πέτρα και να κρυφτεί στην ρωγμή της. Εκεί μέσα η Αριάδνη ευχαριστώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα της. Τους διώκτες της θανάτωσαν με δόρατα άγγελοι Κυρίου.
Υμνολογία
Απολυτίκιο:
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὴ τοῦ Χριστοῦ κυβερνωμένη παλάμη, οὐκ ἐδουλώθης τὴν ψυχὴν Ἀριάδνη, ἀλλὰ ἐλευθέρα γνώμη ἠνδραγάθησας, πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελοῦσα, στέφος χαριτόπλοκον, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω, ὃν ἐκδυσώπει Μάρτυς ἐκτενῶς, ἐλεηθήναι, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
Κοντάκιο
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς ζωῆς ποθήσασα, τὴν ζωοπάροχον πέτραν, ἀκλινὴς διέμεινας, τῇ τοῦ δολίου μανίᾳ· πέτρα δέ, διαρραγεῖσά σε δεξαμένη, ἥρμοσε, τῷ ἀθανάτῳ Μάρτυς Νυμφίῳ· ὃν δυσώπει Ἀριάδνη, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριο
Ἀδούλωτον σώζουσα τὴν ψυχήν, ἐδούλωσας Μάρτυς, δι’ ἀγώνων τὸν δυσμενῆ, καὶ τῆς ἐλευθέρας, Σιὼν πολῖτις ὤφθης, ἐν ᾗ ὦ Ἀριάδνη, ἡμῶν μνημόνευε.