Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, οι οποίοι κατάγονταν από διάφορους τόπους και μαρτύρησαν στην λίμνη της Σεβαστείας, το έτος 320 μ.Χ., είναι οι : Αγγίας, Αγλάιος, Αειθαλάς, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάιος, Γοργόνιος, Γοργόνιος, Δομετιανός η Δομέτιος, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοικός, Ευτύχιος, Ηλιάδης η Ηλίας, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ιωάννης η Κάνδιδος, Κλαύδιος, Κύριλλος, Κυρίων, Λεόντιος, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακερδών η Σακεδών, Σεβηριανός, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος και Χουδίων.
Οι Άγιοι ήταν στρατιώτες επί αυτοκράτορα Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.) και ηγεμόνος Αγρικολάου. Επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, συνελήφθησαν και ομολόγησαν ότι ήταν Χριστιανοί. Και επειδή δεν πείσθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους, τους συνέτριψαν με πέτρες τα σώματά τους και σε καιρό χειμώνος τους καταδίκασαν να στέκονται όλη την νύχτα μέσα στην λίμνη που είχε παγώσει από το κρύο και είχε κρυσταλλώσει.
Εκεί, όταν ένας λιποψύχησε και έτρεξε προς το κοντινότερο λουτρό για να ζεσταθεί, ο καπικλάριος που τους φύλαγε, όταν είδε από τον ουρανό να κατεβαίνουν οι στέφανοι για τους τριάντα εννέα Μάρτυρες και ένα στεφάνι να περισσεύει, το οποίο ανήκε σε εκείνον που λιποψύχησε, αφού απέβαλε την στολή του, έτρεξε προς τους Αγίους και πίστεψε στον Χριστό. Το πρωί, όσους δεν είχαν πεθάνει ακόμη, αφού οι φύλακες τους οδήγησαν στην ακτή και τους έσπασαν τα πόδια, τους έκαψαν και έριξαν τα ιερά σκηνώματά τους στην λίμνη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.
Απολυτίκιο. Ήχος γ’. θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δήμος ώφθητε, τροπαιοφόρος, Αθλοφόροι Χριστού Τεσσαράκοντα· διά πυρός γαρ και ύδατος ένδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρώς εδοξάσθητε. Αλλ’ αιτήσασθε, Τριάδα την Υπερούσιον, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Τους γενναίους οπλίτας του των όλων δεσπόζοντος, τους συγκροτηθέντας εν πίστει, ομοφώνος τιμήσωμεν· Χριστώ γαρ στρατευθέντες ευσεβώς, δι’ ύδατος διήλθον και πυρός, και προς θείαν εισέλθοντες αναψυχήν, προίστανται των βοώντων· δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω θαυμαστώσαντι υμάς, Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. β’. Την υπέρ ημών.
Πάσαν στρατιάν, του κόσμου καταλιπόντες, τω εν ουρανοίς Δεσπότη προσεκολλήθητε, Αθλοφόροι Κυρίου Τεσσαράκοντα· διά πυρός γαρ και ύδατος, διελθόντες μακάριοι, επαξίως εκομίσασθε, δόξαν εκ των ουρανών, και στεφάνων πληθύν.
Έτερον Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Συντεταγμένοι ευσεβεία και στερρότητι
Μαρτυρικώς τον δυσμενή εθριαμβεύσατε,
Τεσσαράκοντα γενναίοι Χριστού οπλίται·
Αλλ’ ως σύμμορφοι εν άθλοις και εν χάριτι,
Εν αγάπη και ειρήνη συντηρήσατε
Τους κραυγάζοντας, χαίροις άγιον σύνταγμα.
Μεγαλυνάριον.
Το τετραδεκάριθμον και λαμπρόν, σύνταγμα του Λόγου, ευφημήσωμεν εν ωδαίς· κρύει και πυρί γαρ, στερρώς δοκιμασθέντες, εστέφθησαν αξίως, οι Τεσσαράκοντα.
Πηγή: synaxarion.gr
ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ!
Από την Ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης ΕΔΩ
“ΘΕΙΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΕΝΤΕΣ ΔΗΜΟΣ ΩΦΘΗΤΕ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΙ…”
Αν πρέπει να προσθέσω και κάτι από όσα αποκλειστικά με αφορούν, θα σας πω αμέσως τώρα τα εξής: Όταν ήταν να τελέσω την πρώτη πανήγυρη για τα λείψανά τους και ν’ αποθέσομε τη λάρνακά τους στον άγιο σηκό, η μητέρα μου (γιατί αυτή ήταν που συγκέντρωνε και οργάνωνε την εορτή) με διέταξε να πάω για να λάβω μέρος στα δρώμενα, ενώ βρισκόμουν μακριά και ήμουν νέος ακόμα και ανήκα στους λαϊκούς.
Κι όπως κάνομε σε πράγματα πολύ βιαστικά, επειδή ήμουν απασχολημένος, δέχτηκα την πρόσκληση με κάποια δυσαρέσκεια. Έψεξα τη μητέρα μου που δεν ανέβαλε για μια άλλη ευκαιρία την πανήγυρη, αλλά αποσπώντας με από πολλές φροντίδες με τραβούσε εκεί και μάλιστα μπροστά σε όλη τη συγκέντρωση. Έφτασα στο χωριό. Γινόταν ολονύκτια ακολουθία μέσα σε κήπο, όπου ήταν και τα λείψανα των αγίων και τα τιμούσαν με ψαλμούς. Ενώ κοιμόμουν σ’ ένα δωμάτιο εκεί κοντά είδα ένα τέτοιο όνειρο.
Μου φάνηκε πως ήθελα να μπω στον κήπο όπου γινόταν η παννυχίδα. Όταν πλησίασα στην πόρτα, είδα να κάθονται στην είσοδο ένα πλήθος στρατιωτών. Πετάχτηκαν επάνω όλοι μαζί και σηκώνοντας εναντίον μου ραβδιά και, απειλητικά ορμώντας, δε με άφηναν να μπω. Και θα με χτυπούσαν, αν δεν μεσολαβούσε κάποιος που μου φάνηκε πιο φιλάνθρωπος. Μόλις ξύπνησα και αναλογίστηκα το λάθος μου σχετικά με την πρόσκληση, κατάλαβα τι σήμαινε η επίφοβη οπτασία των στρατιωτών. Θρηνούσα κι έκλαιγα για την ανοησία μου. Έχυσα πικρά δάκρυα και επάνω στη θήκη των λειψάνων, για να είναι σ’ εμένα ευμενής ο Θεός και οι άγιοι μάρτυρες να μου χαρίσουν αμνηστία για το παράπτωμά μου.
Τα είπα αυτά για να πεισθούμε ότι οι μάρτυρες ζουν και είναι δορυφόροι του Θεού και συμπαρακαθήμενοι αυτοί που σήμερα ωφέλησαν και κόσμησαν την Εκκλησία. Και είναι λαμπρότερη και μεγαλύτερη αυτή η τεσσαρακοστή που έχει τη μνήμη των σαράντα μαρτύρων και ο μήνας είναι ο πιο επιφανής από τους μήνες και ο σκληρός χειμώνας δε μου φαίνεται βαρύς ούτε αγανακτώ για την αγριότητα του καιρού αυτού. Γιατί ο καιρός αυτός έγινε το όπλο του διώκτη και μου ολοκλήρωσε αυτήν εδώ την ιερή φάλαγγα. Και όπως η μητέρα των επτά Μακκαβαίων, επειδή αγαπούσε το Θεό περισσότερο κι όχι τη σάρκα, ούτε την ωμότητα του τυράννου της Συρίας Αντιόχου κατηγόρησε ούτε θύμωσε για τα βασανιστήρια και τα παθήματα των παιδιών της, αλλά δέχτηκε τη μοναξιά ως ευεργεσία και τη στέρηση των παιδιών της ανακούφιση˙ και όπως επίσης ούτε ο Στέφανος δε νόμιζε ότι πάθαινε ζημία επειδή τον λιθοβολούσαν, αλλά μάλλον ότι κέρδιζε τη ζωή, έτσι κι εμείς οφείλομε ευχαριστίες στους θεομάχους για το αγαθό αποτέλεσμα, επειδή μάς έγιναν αίτιοι τόσων αγαθών, αν και δεν ενεργούσαν με σκοπό να ευεργετήσουν αλλά να καταπολεμήσουν.
Τι περισσότερο μπορεί να θαυμάσει κανένας, για να επαινέσει τους άνδρες που κείτονται μπροστά μας; Το πλήθος τους ή την ανδρεία ή την αδιάψευστη ομοψυχία τους; Ας μην περάσομε τον αριθμό χωρίς πρώτα να προσέξομε και χωρίς να ευχαριστήσομε γι’ αυτόν. Όποιος διαθέτει τόσους πρεσβευτές, δε θα φύγει ποτέ ανικανοποίητος από την προσευχή και τη δέησή του, ακόμα κι αν τον βαρύνουν υπερβολικά τα αμαρτήματά του. Της σκέψης αυτής και της ελπίδας μάρτυρας είναι ο Θεός στη συνομιλία του με τον Αβραάμ, όταν δεχόταν την πρεσβεία του για τους Σοδομιτές˙ δε ζήτησε σαράντα δικαίους, αλλά δέκα για τη σωτηρία πόλης που επρόκειτο ν’ αφανιστεί.
Εμείς λοιπόν, κατά τον Απόστολο (Εβρ. 12,1), έχοντας τόσο νέφος μαρτύρων να μας περικυκλώνει, ας μακαρίσομε τους εαυτούς μας χαρούμενοι για την ελπίδα μας, επιμένοντας καρτερικά στην προσευχή και εορτάζοντας τα μνημόσυνα των αγίων. Σαράντα μάρτυρες είναι ισχυροί υπερασπιστές κατά των εχθρών και αξιόπιστοι μεσολαβητές στην παράκλησή μας προς τον Κύριο. Συμμεριζόμενος την ελπίδα τούτων, ας πάρει θάρρος ο Χριστιανός, είτε εξυφαίνει ο διάβολος πειρασμούς, είτε μας επιτίθενται πονηροί άνθρωποι, είτε βράζουν οι τύραννοι από το θυμό τους, είτε αγριεύει η θάλασσα και η γη δεν παράγει όσα έχει οριστεί να προσφέρει στους ανθρώπους κι ο ουρανός απειλεί συμφορές, γιατί κάθε ανάγκη και δύσκολη περίσταση τού φτάνει η δύναμή τους και παίρνει πλούσια τη χάρη από το Χριστό, στον οποίο αρμόζει κάθε δόξα στους αιώνες. Αμήν”.