Ο νεοφανής και θεοφόρος πατήρ ημών Άνθιμος (κατά κόσμον Άργύριος Κ. Βαγιάνος) καταγόταν από το μυροβόλο και αγιασμένο νησί της Χίου, το ποτισμένο από το αίμα ηρώων και αγίων. Γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1869 στο χωριό Λιβάδια από πιστούς και ενάρετους γονείς, τον Κωνσταντίνο και την Άγγεριώ. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του διέκριναν στο μικρότερο αδελφό τους Αργύριο σημεία έκτακτης παρουσίας του Θεού και πλούσιας επισκέψεως θείας χάριτος. Γράμματα ελάχιστα έμαθε ό Άργύριος. Ήξερε όμως καλά την τέχνη του υποδηματοποιού. Από νωρίς συνδέθηκε πνευματικά με τον σεβάσμιο ιερομόναχο π. Παχώμιο, τον ηγούμενο και ιδρυτή της Σκήτης των Αγίων Πατέρων, πού είχε χρηματίσει μάλιστα και Γέροντας του αγίου Νεκταρίου.Στον π. Παχώμιο ό μικρός Άργύριος εμπιστεύθηκε από νωρίς τον βαθύ του πόθο για ολοκληρωτική αφιέρωση στο Χριστό. Ό φωτισμένος Γέροντας διέκρινε ειλικρίνεια στις προθέσεις του μικρού έφηβου και του συνέστησε να προσεύχεται και να αγωνίζεται στο σπίτι του προς το παρόν έως ότου ωριμάσει ό πόθος του.
Μέσα στο φτωχικό αγροτικό του σπίτι ό μικρός Άργύριος ζούσε σαν μοναχός, με άσκηση, με νηστεία και με προσευχή. Αγαπούσε πολύ την ησυχία, πού την ονόμαζε «μητέρα όλων των μυστηρίων του Θεού», και σ’ ένα υπόγειο δωματιάκι του σπιτιού του αποσυρόταν για αυτοκριτική και μελέτη. Καλλιεργούσε μάλιστα πολύ και την αρετή της φιλοπτωχείας.
Σε ηλικία 20 ετών ό Άργύριος κείρεται μοναχός από τον Γέροντα Παχώμιο, ό οποίος μάλιστα προέβλεψε το λαμπρό του μέλλον, λέγοντας πώς θα γίνει κάποτε «μέγας Πατήρ». Με όρεξη και με ζήλο και με σύνθημα «υπακοή και ταπείνωση» ξεκινά τη νέα του ζωή ό μοναχός με το νέο του όνομα Άνθιμος. Ό ηγούμενος τον εμπιστευόταν. Του έδινε άδεια να στηρίζει και να συμβουλεύει και άλλους. Παράλληλα όμως του αξιοποίησε και τα τεχνικά του χαρίσματα λέγοντας του να επιβλέπει και να επιστατεί στην ανέγερση της Μονής τους του Αγίου Κωνσταντίνου.
Σύντομα όμως ό μοναχός Άνθιμος δοκιμάστηκε από τον Θεό. Τον επισκέφθηκε παρατεταμένη ασθένεια με δυνατούς πόνους στο στομάχι. Έτσι αναγκάστηκε με προτροπή του ηγουμένου να αποσυρθεί στο σπίτι του μέχρι να αναρρώσει.
Με αγόγγυστη υπομονή δέχθηκε ό Όσιος τη δοκιμασία αυτή. Χωρίς να χαλαρώσει πνευματικά και με την αγάπη του στο Θεό πιο δυνατή συνεχίζει την άσκηση του σε μικρό κελλάκι πού κτίζει σε κτήμα των γονέων του με την ευλογία του Γέροντος του. Εκεί έξω από την πόρτα του κελλιού του στην κουφάλα μιας γέρικης ελιάς συχνά προσευχόταν. Εκεί δέχθηκε και επιθέσεις του διαβόλου με περίεργους ήχους και θορύβους. Εκεί δέχθηκε και τούς γλυκασμούς της παρουσίας του Θεού και εμπειρίες ουράνιες, για τις όποιες ποτέ δεν ύπερηφανεύθηκε, αλλά ταπεινά ψιθύριζε το «Κύριε, ελέησον».
Εκεί ασκούσε με επιμέλεια και το έργο του τσαγκάρη. Επιδιόρθωνε φθαρμένα υποδήματα και με τα χρήματα βοηθούσε τούς γονείς του και τούς διερχόμενους πτωχούς.
Σε ηλικία 40 ετών το 1909 ό Άνθιμος κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός. Το πνευματικό κύρος του Οσίου όλο και αυξάνει. Πολλοί έρχονταν κοντά του για να τον συμβουλευθούν. Ό λόγος του γαλήνευε και μεταμόρφωνε τις ψυχές. Πολλοί ζητούσαν να εξομολογηθούν. Ό ίδιος όμως δεν ήταν ιερεύς. Ούτε τολμούσε από μόνος του να ζητήσει κάτι τόσο μεγάλο. Ούτε και ό Μητροπολίτης Χίου το επιθυμούσε, επειδή έλεγε ότι ό Άνθιμος είχε «μικρή εκκλησιαστική παιδεία».
Το 1910 ό π. Άνθιμος πήγε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, όπου με τη βοήθεια συγγενών του ολοκλήρωσε τις στοιχειώδεις γραμματικές του γνώσεις από έμπειρο διδάσκαλο. Κατά την εκεί παραμονή του ή ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού ανύψωσε τον άγιο, σε ηλικία 41 ετών, στο μέγα υπούργημα της Ίερωσύνης. Ό Μητροπολίτης Εφέσου όταν πληροφορήθηκε για την αγιότητα και αγνότητα του ταπεινού αυτού μοναχού, έδωσε εντολή στον βοηθό Επίσκοπο του Δηλανά να τον χειροτονήσει στη Σμύρνη.
Κατά την ώρα πού ό λαός φώναζε το «άξιος», ένας δυνατός σεισμός συνοδευόμενος από βροντές και αστραπές, πού κράτησαν για λίγη ώρα, συγκλόνισαν τούς πάντες. Ό Θεός επιβεβαίωνε με έκτακτο σημείο την ευδοκία του στον ταπεινό δούλο του, όπως αποδείχθηκε και με τη συνέχεια της ζωής του. Πλημμυρισμένος στα δάκρυα και με βαθιά ευγνωμοσύνη ό νέος κληρικός ευχαριστούσε τον Θεό για τα θαυμαστά μεγαλεία του.
Με έκδηλα πλέον τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και με νωπή τη θεία Χάρη της Ίερωσύνης ό νέος ιερομόναχος ανέλαβε με επιμέλεια τα νέα του καθήκοντα. Όλοι τον τιμούσαν και τον ευλαβούνταν. Ζητούσαν επίμονα τις προσευχές του, γιατί πίστευαν πώς είχε δυνατή παρρησία στο Θεό.
Εκείνη την περίοδο στο Αδραμύττιο υπήρχε ένας δαιμονισμένος, πού ήταν ό φόβος και ό τρόμος των κατοίκων. Για να προφυλαχθούν από τις βίαιες επιθέσεις του, τον έδεναν με αλυσίδες στον κορμό ενός τεράστιου πλατάνου. Πολλοί ιερείς είχαν προσευχηθεί γι’ αυτόν. Αλλά μάταια… Με τις προσευχές όμως και τις παρακλήσεις του Όσιου ό δαιμονισμένος ελευθερώθηκε. Ή χαρμόσυνη αυτή είδηση απλώθηκε παντού. Ό κόσμος έτρεχε να πάρει την ευλογία του και οι εκκλησίες γέμιζαν όπου λειτουργούσε ό π. Άνθιμος. Όλα όμως αυτά έκαμαν να ανάψει ό φθόνος των συνεφημερίων του γι’ αυτόν. Για τον λόγο αυτό ό διακριτικός Όσιος έκρινε ότι έπρεπε να αναχωρήσει για να κοπάσει ό άνεμος της ζηλοφθονίας.
Ένα μόνο χρόνο έμεινε εκεί. Έφυγε και πήγε στο Άγιον Όρος για να προσκυνήσει τα χαριτόβρυτα ιερά λείψανα, να ζητήσει ευχές και να δεχθεί οδηγίες στη νέα του διακονία από ενάρετους γέροντες. Όλοι ενθυμούνται το πέρασμα του οσίου Ανθίμου ως πέρασμα ενός άκακου και άγιου ιερέως.
Νεοχειροτονημένος ιερεύς ό π. Άνθιμος, άφού πήρε τις ευλογίες τών πατέρων του Αγίου Όρους, επέστρεψε και πάλι πίσω στό πολυαγαπημένο του νησί, τή Χίο. Επέλεξε τώρα νά ζήσει μέσα στο λεπροκομείο τής πόλεως ώς «ό εφημέριος τών λεπρών». Όταν έφθασε έκεί, αντίκρισε θέαμα φρικτό. Γύρω του άνθρωποι θλιμμένοι και αγριεμένοι – κάποιοι και βλάσφημοι – μέ πληγές πού πυορροούσαν, βίωναν κάτω άπό άθλιες συνθήκες τήν πικρή μοναξιά, τήν περιφρόνηση του κόσμου και τόν πόνο άπό τήν ανίατη τότε ασθένεια τους. Όλους αυτούς τούς άρρωστους ό όσιος Άνθιμος τούς αγκάλιασε μέ τή στοργή του και τούς υπηρέτησε σάν νά ήταν τά πιό αγαπημένα του πρόσωπα. Έτρωγε μαζί τους. Καθάριζε μέ επιμέλεια τις δυσώδεις πληγές τους. Τούς γιάτρευε και τής ψυχής τά τραύματα μέ τό Μυστήριο τής ιεράς Μετανοίας και Έξομολογήσεως. Τούς λειτουργούσε. Τούς κοινωνούσε. Τούς ενίσχυε μέ παρηγορητικά λόγια. Φρόντιζε ακόμη σάν καλός οικονόμος και γιά τήν πλήρη ευταξία του Ιδρύματος. Όλα έκεί λειτουργούσαν κατά τό πρότυπο ενός πνευματικού κοινοβίου. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ή ατμόσφαιρα στο λεπροκομείο άλλαξε. Όλοι μιλούσαν με ευγνωμοσύνη για «το παπαδάκι του λεπροκομείου», πού μεταμόρφωσε με τη δύναμη της αγάπης του μία κόλαση άγριότητος σ’ έναν παράδεισο ευγενείας και καλοσύνης, σ’ έναν κόσμο ελπίδος, κόσμο του Θεού.Εκτός όμως από την προσφορά του στο λεπροκομείο, ό όσιος Άνθιμος κλήθηκε από τον Θεό να διακονήσει και σε μια άλλη επείγουσα ανάγκη της εποχής του. Στη Χίο είχαν φθάσει ξεριζωμένες από τη μικρασιατική καταστροφή 50 περίπου μοναχές, πού περιφέρονταν άστεγες και ρακένδυτες και ζητούσαν προστασία και καθοδήγηση. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα ό όσιος Άνθιμος δεν έμεινε ασυγκίνητος. Τις πονεμένες αυτές και αφιερωμένες στο Χριστό ψυχές ανέλαβε σαν άλλος καλός ποιμένας να τις ποιμάνει και να τις ασφαλίσει σε ιερή μάνδρα. Με πολλές θυσίες και με συνδρομές πλουσίων ευεργετών της Χίου έκτισε γι’ αυτές ιερό Παρθενώνα, Ιερά Μονή, έξω από τον Φραγκομαχαλά. Και τις ανέθεσε στην προστασία της Ύπεραγίας Θεοτόκου. Με ιερή συγκίνηση θυμόταν ό Άγιος την ημερομηνία της 30ής Μαρτίου 1930 ως την ήμερα της πιο μεγάλης χαράς και ευφροσύνης πού δοκίμασε ποτέ ή ψυχή του. Ήταν τότε πού μετέφερε από το φτωχικό κελλάκι του στη νεοσύστατη ιερά Μονή την εικόνα της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ, την όποια ύπερευλαβείτο και κρατούσε από τα νεανικά του χρόνια «ως ιερό θησαύρισμα», κληρονομιά από τούς ευσεβείς γονείς του. Πόσες προσευχές με δάκρυα δεν είχε απευθύνει ό Άγιος προς την εικόνα αυτή!… Πόσα θαύματα δεν είχε δει- στον εαυτό του και σε πολλούς ασθενείς – με τις ικεσίες της Ύπεραγίας Θεοτόκου! Σ’ αυτήν τη Μητέρα του κόσμου, το «τείχος των παρθένων», έναπέθεσε τη φύλαξη και προστασία των μοναζουσών.
Ό Όσιος εξακολουθούσε και από τη νέα αυτή έπαλξη να ακτινοβολεί και πάλι πλούσια την αγάπη του. Και να στηρίζει και να ανορθώνει όχι μόνο τις μοναχές, αλλά και τα πλήθη του κόσμου πού κατέφθαναν εκεί καθημερινά για να ζητήσουν την ευχή του. Κάθε πτωχός ή άρρωστος ή κατατρεγμένος έβρισκε καταφύγιο στη ζεστή του αγάπη. Όχι μόνο χριστιανοί αλλά και Τούρκοι και Εβραίοι τον ευλαβούνταν. Υπήρξαν μέρες πού οι επισκέπτες έφθαναν τούς 70.
Τα χρόνια όμως περνούσαν. Ό Όσιος αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Την πρωτοχρονιά του 1959 λειτούργησε για τελευταία φορά μεταρσιωμένος, όλος «φλόγα»… Και στις 15 Φεβρουαρίου του 1960 σε ηλικία 91 ετών, γαλήνιος και ειρηνικός έκλεισε τα μάτια του, για να αναπαυθεί στους κόλπους του Αβραάμ λέγοντας:
«Εάν παρεπίκρανα κανένα, ζητώ συγχώρεση . Όλους τούς παρακαλώ να εύχονται για την αμαρτωλή μου ψυχή».
Στο θάνατο του θρήνησε όλη ή Χίος. Τον κήδευσε με μύρα πολλά και καυτά δάκρυα «ως στοργικό πατέρα της». Ό Κύριος δόξασε πολύ τον δούλο του, γιατί και μετά την κοίμηση του με τις πρεσβείες του γίνονται πολλά θαύματα.
Όσιος Άνθιμος της Χίου.
Μια μορφή πού θυσιάστηκε για τούς άλλους. Μια ζωή πού σαν λαμπάδα φώτιζε και θέρμαινε και έλιωνε από αγάπη για τούς άλλους μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
«Ποτέ του – όπως έλεγε ό ίδιος – δεν χόρτασε ούτε ψωμί, ούτε ύπνο».
Όλα για τούς άλλους. Τίποτα για τον εαυτό του.
Στην παγωμένη εποχή μας ό όσιος Άνθιμος συνεχίζει να μιλάει και να μάς λέγει: «Αγαπάτε! Αγαπάτε! Θυσιαστείτε για τούς άλλους, όπως ό Χριστός θυσιάστηκε για όλους μας».
ΠΗΓΗ: https://sites.google.com/site/synaxari/home/o-osios-anthimos-o-en-chio