« Τω Αγίω και Μεγάλω Σαββάτω, την θεόσωμον ταφήν και την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν, δι’ ών της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκε».
Τέτρωται Ἀδης
Παντελή Πάσχου, Ο γλυκασμός των αγγέλων , Αθήνα 1975, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 206-213
Το Μέγα Σάββατον είναι η μέρα που ο Χριστός μας, ο αχώρητος από κάθε τόπο, χωρεί και περικλείνεται από ένα πέτρινο μνήμα, σφραγισμένο γερά και φυλαγόμενο από κουστωδία. Μια σιωπή βασιλεύει γύρω, κ’ οι ρήτορες τη σέβονται και σταματούν τους λόγους. Ακούγεται μονάχα η φωνή του υμνογράφου, που μας συμβουλεύει από τις πρώτες κιόλας γραμμές του χερουβικού ύμνου της ημέρας:
Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία
και στήτω μετά φόβου και τρόμου
και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω…
Είναι οι στιγμές ανάμεσα στο βαρύ πένθος της Σταυρώσεως και στην άρρητη χαρά της Αναστάσεως που έρχεται από στιγμή σε στιγμή. Μεγάλη η μέρα και μεγάλη η σιωπή του Μ. Σαββάτου, που υπερέχει, όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες, όλων των άλλων ημερών της Μ. Εβδομάδος: «ώσπερ η μεγάλη Έβδομάς κεφάλαιον των λοιπών εβδομάδων ούτω ταύτης κεφαλή το Σάββατον το μέγα – δια τούτο εν αυτή πολλοί την σπουδήν επιτείνουσι· και οι μεν την νηστείαν αύξουσιν – οι δε τας αγρυπνίας τας ιεράς· οι δε ελεημοσύνην δαψιλεστέραν εργάζονται, τη περί τας αγαθάς πράξεις σπουδή και τη συντεταμένη περί τον βίον ευλαβεία, το μέγεθος της ευεργεσίας της εις ημάς γεγενημένης παρά του Θεού μαρτυρούντες» (Χρυσόστομος). Το μέγεθος της ημέρας οφείλεται στο ότι, «τω αγίω και μεγάλω Σαββάτω την θεόσωμον ταφήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την εις ’δου κάθοδον εορτάζομεν, δι’ ων της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκεν». Αυτός είναι ο λόγος, που τούτο το Σάββατον το «υπερευλογημένον» βρίσκεται πάνω από όλες τις μέρες της Μ. Εβδομάδας. Ο θείος Λόγος φεύγει από τη γη και κατεβαίνει στον ’δη. Ιδού η μεγάλη αιτία της σιωπής. Ο ’δης δέχεται το τραύμα και αναγνωρίζει την ήττα του. Ο θάνατος νικιέται με το θάνατο. «Τέτρωται ’δης, εν τη καρδία δεξάμενος, τον τρωθέντα λόγχη την πλευράν και στένει πυρί θείω δαπανώμενος». Κ’ εμείς πανηγυρίζουμε το γεγονός, πηγαίνοντας στην εκκλησία και ακούγοντας τον ιερομόναχον Αθανάσιο Βαρούχα, να μας ομιλεί στην κατανυκτική εκείνη γλώσσα του: «Τι πράγμα είναι η σημερινή μάζωξις εις τον ναόν του Θεού, ευλογημένοι Χριστιανοί; Τι είναι οι πόνοι και οι λακτάραις της καρδίας; Τι είναι τούτη η πολλή σιωπή, οπού κάμνει τους ανθρώπους και φοβούνται και τους αγγέλους να ξεστέκωνται; Επειδή ερωτάτε, ακούσατε και καταλάβετε. Η αφορμή είναι διατί ο Μέγας Βασιλεύς ο Χριστός κοιμάται και κανείς δεν τολμά να μιλήση δια να μην τον ξυπνήση. Σήμερον, αγαπημένοι, ετελειώθη η προφητεία του Πατριάρχου Ιακώβ, οπού είπεν «αναπεσών εκοιμήθη ως λέων, και ωσεί σκύμνος – τις εγερεί αυτόν; ήγουν πέφτοντας, ως γερασμένον και αδύνατον λεοντάρι εκοιμήθη. και κοιμάται ωσάν νέον και δυνατόν λεονταρόπουλον, και τις αποκοτά να τον ξυπνήση; εχθές ήτον εις τον Σταυρόν, και σήμερον εις τον Τάφον εις τον τάφον το κορμί, και εις τον ’δην η ψυχή· εχθές ως ο κατάδικος εις τον Σταυρόν, και σήμερον ωσάν έξουσιαστής εις τον ’δην – έχθές ήτον καταφρονεμένος και σήμερον τιμημένος· εχθές υβρισμένος και σήμερον δοξασμένος· εχθές αχαμνός και σήμερον φοβερός – εχθές τον ύβριζαν, τον έκριναν, τον εκαταδίκαζαν, τον ενέμπαιζαν, τον έδερναν, τον εσταύρωναν, και τον αναγελούσαν· αλλά σήμερον τον προσκυνούσιν οι άνθρωποι, τον δοξάζουν οι άγγελοι, τον τρέμουσιν οι δαίμονες και τον αποδέχονται χαρούμενοι οι φυλακισμένοι του ’δου… Χθες εβλέπαμεν την Σταύρωσιν, και ελυπήθημεν κατά το χρέος μας εις τα Πάθη του, και εκλαύσαμεν. Και σήμερον θρηνούμεν εις την θανήν του, και πικραινόμεσθεν – μα αύριον θέλομεν τον ιδεί αναστημένον, να χαρούμεν αντάμα του. Αλλά δεν φθάνει τούτο μόνον… μα κάμνει χρείαν ακόμη να το θυμούμεσθεν πάντα μας καθ’ ημέραν, πως υβρίσθη δια να μας σώση, πως ενεμπαίχθη, δια να μας τιμήση – πως ερραπίσθη, δια να μας ελευθερώση». Να τα θυμούμαστε όλα αυτά που ο Χριστός μας έπαθε για μας και να μεγαλώνουμε την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μας για κείνον. Να σιωπούμε μπρος στον πανάγιο και ζωοδόχο τάφο του. Κ’ η σιωπή μας να είναι μυστική δοξολογία στην παντοδυναμία του θείου Λόγου, που κατεβαίνει στον τάφο μας για να μας αναστήσει.
Εν’ από τα πιο συμπαθή πρόσωπα της ημέρας για τους ύμνογράφους της Εκκλησίας μας, είναι ο ευσχήμων βουλευτής: Ιωσήφ ο Αριμαθείας η Αριμαθαίας. Αυτός, μαζί με τον Νικόδημο, την ώρα που όλοι φοβισμένοι και τρομαγμένοι είχαν αποτραβηχτεί, πήγαν και ζήτησαν από τον Πιλάτο το σώμα του Χριστού, νεκρό πια επάνω στο Σταυρό, για να το ενταφιάσουν. «Τότε ο Πιλάτος, μας λέει το ιερό Εύαγγέλιο, εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα. Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτώ σινδόνι καθαρά, και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν». Εδώ που πηγαίνουν, ο Ιωσήφ με το Νικόδημο να ενταφιάσουν το Χριστό, τους συνοδεύουν οι αγγελικές δυνάμεις:
Νοερών συντρέχει στρατιών η πληθύς,
Ιωσήφ και Νικοδήμω συστείλαί σε,
τον αχώρητον εν μνήματι σμικρώ.
Το γεγονός της αποκαθηλώσεως και της ταφής από τον ευλαβή Ιωσήφ, «ος και αυτός εμαθήτευσε τω Ιησού», έχει εμπνεύσει πολλούς υμνογράφους. Στην ακολουθία του Μ. Σαββάτου, καθώς και σε άλλες ευκαιρίες λειτουργικές, βρίσκουμε πολλούς ύμνους αφιερωμένους στον Ιωσήφ και στον Νικόδημο, που πήραν το πανακήρατο σώμα του Χριστού να το κηδέψουν «νεκροπρεπώς». Ξεχωρίζουν, όμως, από όλους τους ύμνους, το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της Μ. Παρασκευής «Σε τον αναβαλλόμενον το φως», και το ασματικόν ιδιόμελο «Τον ήλιον κρύψαντα», που ψάλλεται στην περιφορά του αγίου Επιταφίου. Στο πρώτο βλέπουμε τον Ιωσήφ να στέκεται μπροστά στον Εσταυρωμένο, να κλαίει που βλέπει το Χριστό «νεκρόν, γυμνόν, άταφον» και ν’ αρχίζει τον «ευσυμπάθητον θρήνον» του:
… Οίμοι, γλυκύτατε Ιησού!
…αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε,
δε εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον.
Πως σε κηδεύσω, Θεέ μου;
ή πως σινδόσιν ειλήσω;
ποίαις χερσί δε προσψαύσω
το σον ακήρατον σώμα;
ή ποία άσματα μέλψω τη ση εξόδω, Οικτίρμον;
Μεγαλύνω τα πάθη σου,
υμνολογώ και την ταφήν σου…
Ο δεύτερος ύμνος, που, δυστυχώς, σε πολλούς τόπους έχει σχεδόν καταργηθεί και δεν ψάλλεται, για να ακούγονται πένθιμα ευρωπαϊκά εμβατήρια, γνώρισε μεγάλους θριάμβους παλιότερα, όταν οι πρωτοψάλται και οι μελωδοί της Εκκλησίας τον έντυναν με τις πιο κατανυκτικές μελωδίες και φωνές τους, για να συνοδεύσουν την πάνδημη περιφορά του Επιταφίου. Σ’ αυτό κυρίως το τροπάρι στηρίζεται και ο Βαρούχας, για να γράψει μια από τις ωραιότερες σελίδες της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας. «Φίλος ακριβός, ο Ιωσήφ, ο άξιος πρωτοσύμβουλος των Ιουδαίων, οπού ήτον από την Αριμαθαίαν, πηγαίνοντας κρυφά εις τον Πιλάτον, του εζήτησε να του κάμη τούτην την χάριν, να του δώση θέλημα, να κατεβάση από τον σταυρόν το κορμί του Χριστού, να το θάψη. Ω αποκοτία θεάρεστη! Ω γνώμη σπλαγχνική! Ω αληθινή φιλία! Ω πράξις αγία! Ω αφοβία επαινετή! Ω ζήτημα θαυμαστόν! Ω έργον ακριβόν τέτοιας μεγάλης χρείας και πλούσιας μισθαποδοσίας, και άξιον της ουρανίου Βασιλείας και παντοτεινής μνήμης!
Επήγεν, αλλά με πολλήν ταπείνωσιν, λέγοντας: δος μου, αυθέντη, τούτον τον καταφρονεμένον νεκρόν, τον ονειδισμένον, τον υβρισμένον, τον σταυρωμένον ως κατάδικον, τον ακυβέρνητον ως ξένον. Δος μου τον ξένον τούτον, τον πτωχόν, τον διαβάτην, οπού δεν έχει σπήτι, ουδέ κυβέρνησιν, ουδέ κανένα πράγμα από τα χρειαζόμενα, οπού τον εκαταδίκασεν η εξουσία σου εις τον σταυρικόν θάνατον, και τον εσταύρωσαν. Δος μου τον εσταυρωμένον τούτον, να τον θάψω, διατί είναι αβοήθητος και ολομόναχος, ότι οι μαθηταί του έφυγαν και τον άφησαν. Δος μου τούτον τον καταφρονεμένον, οπού ήλθε να μας τίμηση. Δος μου τον ξένον τούτον, όπου ήλθε να ανεβάση ημάς τους ξένους από την γην εις τους ούρανούς. Φθάνει του η καταδίκη, σώνει του η τιμωρία, η σταύρωσις, και τα πάθη του. Να, οπού έπαυσεν ο φθόνος των Ιουδαίων, ειρήνευσεν η έχθρα των Φαρισαίων, ετελειώθη ο πόθος των Γραμματισμένων, έσβησεν η λύσσα των αρχιερέων. Δια τούτο κάμε τον μισθόν, και δος μου τον ξένον τούτον, να τον κατεβάσω από τον σταυρόν, να τον θάψω εις τον τάφον, καν εγώ να τον κηδεύσω κατά την τάξιν των απεθαμένων. Δος μου τον ξενητεμένον Ιησούν, και καταφρονεμένον, να τον κρύψω εις την γην… Τι σε ωφελεί, Πιλάτε, αν κρέμεται εσταυρωμένος; Δος μου θέλημα να τον κατεβάσω. Τι διάφορον σου κάμνει, να είναι καρφωμένος ολόγυμνος εις τον σταυρόν επάνω; Δος μου τον να τον ενδύσω. Τις θέλει σε κατακρίνει εις τούτο; ποιος θέλει σε κατηγορήσει, ή να σε καταδικάση; Ουδ’ ένας. ‘Εστησες τον ορισμόν σου, ετελείωσες την απόφασίν σου, έκαμες το θέλημά σου. Τώρα κανείς δεν σε εμποδίζει, δεν σε εξουσιάζει, δεν ημπορεί να σου αντισταθή εις τούτην την ελεημοσύνην, οπού σου γυρεύω να κάμης. Δια τούτο δος μου τον εσταυρωμένον Ιησούν άκουσέ με του ταπεινού σου δούλου, δος μου τον γυμνόν τούτον επειδή δια λόγου μας εκαταδέχθη ν’ ανέβη εις το ύψος του Σταυρού, να λάβη εμπροστά εις τον ναόν την εμπαικτικήν γύμνωσιν, οπού την έχει καθένας εις μεγάλην του εντροπήν, να τον ιδούσιν όχι πολλοί, αλλά και ένας ολόγυμνον. Δος μου τον νεκρόν τούτον τον αγνώριστον, διατί εγώ τον γνωρίζω ποιος ειναι. ’κουσέ μου και δος μου τον Χριστόν, τον αγαπημένον μου φίλον, δια να φανή προς εμένα τον δούλον σου η αληθινή σου αγάπη».
Στα τροπάρια του εσπερινού του Μ. Σαββάτου, βλέπουμε πια τον ’δη να στενάζει, γιατί ο Χριστός, που κατέβηκε στο βασίλειό του σαν νεκρός, συντρίβει τα πάντα και έλευθερώνει τους δέσμιους. Είναι χαρακτηριστικός ο μονόλογος του ’δη μπρος στη φοβερήν ήττα του από ένα νεκρό: Ποιός είναι τάχ’ αυτός, οπού δεν κατεβαίνει ωσάν τους απερασμένους, ωσάν κατάδικος εις τον ’δην, αλλά ως βασιλεύς φοβερός εις τον πόλεμον; Ποιος είναι ο ανίκητος Στρατηγός, οπού δεν κρατείται ωσάν τους άλλους εις τα βάθη της γης; Αλλοίμονον, αλλοίμονον! τον εδέχθηκα ως απεθαμένον, και τον τρέμω ως αθάνατον· τον εδέχθηκα ως άνθρωπον, και τον τρομάσσω ως Θεόν· τον εδέχθηκα ως αχαμνόν, και τον φοβούμαι ως μεγαλοδύναμον· τον εδέχθηκα ως κατάδικον, και τον δειλιώ ως κριτήν· τον εδέχθηκα ως δούλον, και τον φοβούμαι ως βασιλέα· τον εδέχθηκα ως σταυρωμένον, και τον αποδέχομαι ως ζωντανόν…». Πραγματικά, «σήμερον ο ’δης στένων βοά»:
«…ελθών γαρ επ’ εμέ, το κράτος μου έλυσε·
…ψυχάς ας κατείχον το πριν
Θεός ων ανέστησε…
…εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς,
ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος…
Και αυτή τη νίκη του Χριστού κατεπάνω στο θάνατο γιορτάζοντας οι χριστιανοί, ετοιμάζονται κ’ εξομολογούνται, καθαρίζοντας την ψυχή και τη σώμα τους, για να πάρουν μέσα τους το νικητή Χριστό και να γιορτάσουν το πραγματικό Πάσχα, μαζί με τους Μαθητάς του Χριστού και όλους τους αδελφούς εν τη πίστει. Η μετάνοια και η εξομολόγηση πριν από την θεία κοινωνία είναι μία πολύ καλή τάξη και συνήθεια, ιδίως όταν ετοιμαζόμαστε πνευματικά να λαμπροφορέσουμε. «Λοιπόν, ας κρατούμεν, σας παρακαλώ, πάντα μας τούτην την καλήν τάξιν, δια να φωτιζώμεσθεν, και να λαμπρυνώμεσθεν, και να αγιαζώμεσθεν από την αγίαν κοινωνίαν οτι αυτόν όλον τον Χριστόν δεχόμεσθεν μέσα μας. Και κάμνοντας έτζι, θέλει μας αξιώνει κάθε χρόνον, ωσάν την αύριον, να κάμνωμεν την Εορτήν με πάσαν ευλάβειαν, και προθυμίαν μεγάλην και να μας στήση η βασιλεία του δεξιά του εις την κρίσιν του, και να μας βάλη εις τον τόπον των σωσμένων, εις την λάμψιν των Αγγέλων, εις την ανάπαυσιν των δικαίων, εις την αντάμωσιν ολονών των αγαπημένων του. Την οποίαν χάριν να γένη να επιτύχωμεν, δια τα άγιά του Πάθη και την Ταφήν του, και την ελεημοσύνην του, να μας βάλη τους άξιους εις την Βασιλείαν του, καθώς έβαλε και τον ληστήν εις τον Παράδεισον δια την ευσπλαγχνίαν του, δια να προσκυνούμεν και δοξάζωμεν αιωνίως χαρούμενοι όλοι μας αυτόν τον Τρισάγιον Θεόν, Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα άγιον. Αμήν».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ταῖς Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα·Τὰ μύρα τοῖς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστός, δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.