Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: ο πλούσιος νεανίας- Ομιλία +π. Μελετίου Καλαμαρά, Μητροπολίτου Νικόπλεως και Πρεβέζης

Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: ο πλούσιος νεανίας- Ομιλία +π. Μελετίου Καλαμαρά, Μητροπολίτου Νικόπλεως και Πρεβέζης

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Κατά Λουκάν (ιη΄ 18 – 27)
Τῷ καιρῷ εκείνω, ἄρχων τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, κάποιος ἄρχων προσῆλθε στον Ἰησοῦ και τὸν ἐρώτησε, «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωήν αἰώνιον;» Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Γιατὶ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνος ὁ Θεός. Τὰς ξέρεις τὰς ἐντολάς, Νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴν νεανικήν μου ἡλικίαν».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἕνα ἀκόμη σοῦ λείπει· πώλησε ὅλα ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχοὺ;καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλα, ἀκολούθησέ με». Ἀλλ’ αὐτὸς ὅταν τὸ ἄκουσε, ἐλυπήθηκε πολύ, διότι ἤτανε πολὺ πλούσιος. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε τόσον λυπημένον, εἶπε, «Πόσον δύσκολον εἶναι δι’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα νὰ μποῦν εἰς τῆν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ μιὰ καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας παρὰ νὰ μπῇ ἕνας πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».

Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΓ΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στά Ἀμπέλια στίς 27/11/2005

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΙΓ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ

ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ

(Λουκ. 18, 18-27)

Τίς ἐντολές τίς ξέρεις;

   Ἤλθαμε στήν Ἐκκλησία νά κάνομε τήν προσευχή μας.

   Νά ζητήσομε ἀπό τόν Θεό, ὅτι θεωροῦμε ὅτι εἶναι καλύτερο γιά μᾶς. Νά ἀκούσομε τόν λόγο του, τήν συμβουλή του. Νά πάρομε δύναμη γιά τή ζωή μας.

   Μέσα σ’ αὐτή τήν ὡραία προσδοκία, πού φυσικά ἔχομε ὅλοι ὅταν μπαίνομε στήν Ἐκκλησία, ἔρχεται τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε νά μᾶς δώσει, τήν πιό ὄμορφη, τήν πιό ἀνθρώπινη καί τήν πιό καλή διδασκαλία· καθοδήγηση.

   Πῆγε ἕνας οἰκονομικά καλοπιασμένος ἄνθρωπος, ἕνας νέος στόν Χριστό καί τοῦ εἶπε:

   -Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;

   Ὡραῖες σκέψεις, καλές ἐπιθυμίες, καλοί προβληματισμοί.

   Μά ἀκόμη καί κακοί νά εἶναι οἱ προβληματισμοί, εἶναι προτιμότερο, ἀπό τό νά σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος μόνο κοιλιά, φαΐ καί σωματικές ἀνάγκες.

   Ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε:

   -Ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ὑπάρχει. Γιά νά μᾶς ὁδηγεῖ. Τίς ἐντολές τίς ξέρεις;

   Σάν νά τοῦ ἔλεγε: Ἅμα δέν τίς διαβάζεις καί δέν φροντίζεις νά τίς μάθεις, μεγάλο λάθος. Γιατί ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶμε.

   «Οἶδας τάς ἐντολάς»;

   -Τίς ξέρω, τίς ξέρω! Ποῖες ὅμως πρέπει νά τηρῶ γιά νά πάω στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;

   Ἀπάντησε ὁ Χριστός:

   -Τό μή φονεύσεις, μή μοιχεύσεις, μή κλέψεις, μή ψευδομαρτυρήσεις.

   Τοῦ λέει ὁ νέος:

   -Ἀπό μικρό παιδί τά ἐφαρμόζω ὅλα.

   Τί σημαίνει αὐτό;

   Ἐδήλωσε ὅτι πρῶτα ἀπ’ ὅλα πίστευε στό Θεό.

   Ἅμα κάποιος δέν πιστεύει, τό «οὐ κλέψῃς καί οὐ μοιχεύσῃς» θά κυττάξει;

   Γιατί τά τηροῦσε ὅλα αὐτά;

   Γιά χάρη τοῦ Θεοῦ.

   Πίστευε λοιπόν στό Θεό, πίστευε καί στήν αἰώνια ζωή. Καί ἔδωσε ἀπάντηση πολύ ἴσια.

   Ἀπαντᾶ ὁ Χριστός.

   -Καλά κάνεις. Καλός εἶσαι. Ἀφοῦ τά τηρεῖς, θά πᾶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

   Ρώτησε ὁ νέος:

   -Τί περισσότερο μπορῶ νά κάνω;

   -Ἄν θέλεις νά γίνεις τέλειος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄν θέλεις νά κάνεις κάτι καλύτερο, κάτι περισσότερο, ἄφησε κάτι ἀπό αὐτά πού σέ δένουν. Ψάξε πιό βαθειά. Πούλησε ὅτι ἔχεις. Μοίρασέ τα στούς φτωχούς, καί ἔλα κοντά μου, νά γίνεις ἀπόστολος. Καί τότε θά ἔχεις μεγάλο θησαυρό ἐν οὐρανοῖς.

   Ἀλλά ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀντί νά πάει κοντά στόν Χριστό, νά γίνει ἀπόστολος, λυπήθηκε τά χρήματα του καί τήν περιουσία του· τούς κόπους καί μόχθους του. Ἔκανε μεταβολή καί ἔφυγε. Εἶπαν οἱ ἄνθρωποι στόν Χριστό:

   -Δύσκολο πράγμα νά πάει ἄνθρωπος πλούσιος, μέ χρήματα πολλά, στόν Παράδεισο. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

   Ἐννοώντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος κολλάει σ’ αὐτά καί τά προτιμᾶ καί ἀπό τόν Παράδεισο ἀκόμη καί ἀπό τήν αἰώνια ζωή. Χάνει τά μυαλά του.

   Καί ὁ Χριστός πρόσθεσε:

   -Δύσκολο εἶναι. Τόσο δύσκολο, ὅσο νά περάσει γκαμήλα ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας. Μά ὑπάρχει καί ἕνα «ἀλλά». «Τά παρά ἀνθρώποις ἀδύνατα, δυνατά ἐστι παρά τῷ Θεῷ». Γιά τούς ἀνθρώπους δύσκολο καί ἀδύνατο. Γιά τόν Θεό ὄχι. Στό Θεό εἶναι ὅλα δυνατά.

   Συνεπῶς: Ἀρχίζομε τήν πνευματική πορεία, μέ τό νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, φωτισμό, δύναμη, ἔλεος, καλωσύνη, συγχώρηση. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶμε, γιά νά ξεπεράσομε τόν κακό ἑαυτό μας. Τίς ὁποιεσδήποτε κακές μας ἰδέες. Τά ὅποια κολλήματα ἔχομε. Κολλᾶμε καμμιά φορά σέ ὡρισμένα πράγματα, πράξεις, ἔργα, λόγους, ἰδέες, θεωρίες καί δέν ξεκολλᾶμε οὔτε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό μόνοι μας. «Παρά ἀνθρώποις ἀδύνατον. Παρά δέ Θεῷ, δυνατά πάντα».

   Ἐρώτημα πρῶτον:

   Ὁ Θεός, ἐκείνους πού εἶναι πλούσιοι, τούς ἔχει γιά τόν σκουπιδοντενεκέ;

   Ὄχι! Καθόλου.

   Ἦταν πάμπλουτος ὁ Ἀβραάμ. Ἦταν πολύ πλούσιος ὁ Ματθαῖος. Ἦταν πλούσιος ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς. Ἦταν πλούσιος ὁ Ζακχαῖος. Ἦταν πλούσιοι ὁ Νικόδημος καί ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, πού ἔγιναν ἀπόστολοι καί ἐκήδευσαν τόν Χριστό. Καί πολλοί ἄλλοι ἦταν πλούσιοι. Δέν τούς ἐμπόδισαν τά πλούτη. Κάτι ἄλλο ἐμποδίζει.

   Ποιό εἶναι ἐκεῖνο πού ἐμποδίζει;

Λάθος νά ἐμπιστεύεσαι τήν γῆ

   Θυμᾶστε τί λέει τό Εὐαγγέλιο γιά τόν ἄφρονα πλούσιο; Εἶχε πολλά χωράφια. Καί πῆγαν καλά. Καί ἀφοῦ εἶδε ὅτι δέν χωρᾶνε οἱ ἀποθῆκες του, εἶπε:

   -Θά τίς γκρεμίσω. Θά φτειάξω μεγαλύτερες καί θά τά βάλω ὅλα μέσα. Θά ἐξασφαλιστῶ καί θά πῶ:

   -Ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά.  Μά τήν ἴδια νύχτα ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ πού τοῦ ἔλεγε:

   -Ἄφρον! Ταύτῃ τῇ νυκτί, τήν ψυχή σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σου. Πεθαίνεις. Καί ὅλα αὐτά, γιά ποιόν τά μάζεψες;

   Τί μᾶς λέει ὁ Χριστός;

   Λάθος νά ἀκουμπᾶς τήν ψυχή σου, τήν ὕπαρξή σου στά ὑλικά πράγματα. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα δέν διατηροῦνται γιά πάντα. Κανείς δέν ξέρει πότε… κόβονται.

   Καμμιά φορά, κόβονται ἐκείνη τή στιγμή πού τά θέλαμε περισσότερο καί ἔτσι ἀπογοητευόμαστε πιό πολύ.

   Γι’ αὐτό μή κολλᾶμε τήν καρδιά μας σ’ αὐτά.

   Ποῦ νά τήν κολλήσομε;

   «Ταύτῃ τῇ νυκτί, τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Δηλαδή ποῦ πάει τώρα ἡ ψυχή μου; Τί γίνεται ἀπό δῶ καί πέρα;

   Τήν μιά μέρα μέ τήν ἄλλη τήν συνδέομε:

   Τό χθές μέ τό σήμερα.

   Καί τό σήμερα μέ τό αὔριο.

   Γι’ αὐτό κάνομε προγράμματα πῶς θά ἀποκτήσομε καί τί θά ἀποκτήσομε γιά τήν ζωή μας.

   Τό σήμερα μέ τό πάντοτε, καί μέ τήν αἰώνια ζωή γιατί δέν ψάχνομε νά τά συνδέσομε; Κάποιο λάθος δέν γίνεται; Ἔ! Ἀπό τέτοια λάθη, ἦρθε νά μᾶς προφυλάξει τό Φῶς τοῦ κόσμου· ὁ Χριστός.

Τό ἀσήμι κόβει τήν θέα

   Λέγει ἕνας μεγάλος φιλόσοφος πού μέ τίς ἰδέες του ἀναστάτωσε τόν κόσμο*: «Τό χειρότερο κακό στόν κόσμο εἶναι τά χρήματα. Γιατί ὅταν τά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος, ξεχνᾶ ὅλο τόν κόσμο καί νοιάζεται μόνο τόν ἑαυτό του. Δέν θυμᾶται πιά κανένα».

   Ἄς τό ἐπεξηγήσομε:

   Ἕνας ἄνθρωπος ἦταν μέσα στό σπίτι του. Καί ἀπό ἐκεῖ ἀγνάντευε ἀπό τήν τζαμαρία στό δρόμο.

   Ἔβλεπε λοιπόν μιά ἑτοιμόρροπη παράγκα πού στεγάζονταν κάποιοι πρόσφυγες.

   Μετά ἀπό λίγο εἶδε μιά φτωχή γυναίκα μέ τό μικρό της, πού ἔκλαιγε καί φώναζε:

   -Ψωμί μαμά. Πεινάω!

   Ἀφοῦ εἶδε αὐτές τίς σκηνές, δεῖγμα τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, στάθηκε μπροστά στόν καθρέπτη του καί φυσικά εἶδε μόνο τό πρόσωπό του.

   Τζάμι εἶχε ὁ καθρέπτης.

   Τζάμι εἶχε καί τό παράθυρο.

   Μά τί διαφορά. Κυττάζεις ἀπό τό τζάμι καί βλέπεις τούς ἄλλους. Βάζεις λίγη ἀλοιφή ἀπό ἀσήμι πάνω στό τζάμι καί δέν βλέπεις τίποτε ἄλλο παρά μόνο τόν ἑαυτό σου.

   Νά πού εἶναι τό κακό.

   Ὁ πόνος τῶν ἄλλων πρέπει νά εἶναι μιά εἰκόνα γιά μας. Νά τήν βλέπομε, νά τήν καταλαβαίνομε καί νά ὠφελούμεθα πνευματικά.

   Μά ἔτσι καί βάλεις λίγο ἀσήμι κοντά στά μάτια σου, βλέπεις μόνο τόν ἑαυτό σου. Κανέναν ἄλλον. Καί τό τζάμι, πού θά ἔπρεπε νά ἦταν ἀφορμή, νά περνᾶς τό βλέμμα σου μέσα ἀπό τό σπίτι σου, ἀπό τόν ἑαυτό σου γιά νά βλέπεις μέ ἀγάπη τούς ἄλλους, μέ λίγη ἀσημομπογιά γίνεται ἐμπόδιο. Σέ κάνει νά βλέπεις μόνο τόν ἑαυτό σου.

   Κακό πράγμα τό νά ἀγαπᾶ κανείς τά χρήματα.

   Καί νά τά βάζει ἀνάμεσα στούς ἄλλους καί στόν ἑαυτό του. Ἀνάμεσα στό Θεό καί στόν ἑαυτό του. Ἀνάμεσα στό σῶμα του καί στήν ψυχή του. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός, ὁ ἀπόστολος του Παῦλος καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία λένε:

   «Ὅποιος ἀρχίσει νά ἀγαπᾶ τά χρήματα, θά τά κάνει θεό. Θά γίνει εἰδωλολάτρης».

   Θά ποῦν κάποιοι: «Δέν ξέρεις τί λές. Τά χρήματα σοῦ ἐξασφαλίζουν, ὅτι θέλεις.

   Παράδειγμα: Νά ἕνας ἄνθρωπος σακάτης. Ἄς εἶναι μέ ἕνα πόδι καί αὐτό μισό. Μά ἔχει χρήματα. Ἀγοράζει λοιπόν μιά λιμουζίνα, πού τόν ζηλεύουν οἱ ἄλλοι σάν νά ἔχει ὀκτώ πόδια. Καί γιά νά διασκεδάσει, τρέχει καί διανύει ἀποστάσεις ἀπό τήν μιά ἄκρη τῆς Εὐρώπης στήν ἄλλη…

   Θά μοῦ πεῖς ἐμένα τί εἶναι τά χρήματα; Ἄν τά ἔχεις, ἀνοίγεις ὅλες τίς πόρτες».

   Βέβαια, ἔτσι εἶναι τά πράγματα ἐδῶ, στόν κόσμο.

Ἐδῶ δέν περνᾶ τό χρυσάφι σου

   Ἀλλοίμονο ὅμως ἄν τά χρήματα μποῦν, ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στό Θεό καί στήν αἰώνια ζωή.

   Ὁ μεγάλος συγγραφέας, ὁ σοφώτατος Τολστόη ἀναφέρει τήν ἑξῆς ἱστορία:

   Ἕνας Ρῶσσος, ὁ Σέργιος, ἦταν πολύ πλούσιος. Καί ὅταν πέθαινε, ἔκανε τήν σκέψη:

   -Ὅλες οἱ πόρτες, ἀνοίγουν μέ τά χρήματα. Λές νά ἀνοίγει καί ὁ Παράδεισος, καί ἡ πύλη τῆς αἰώνιας ζωῆς;

   Εἶπε λοιπόν στά παιδιά του:

   -Βᾶλτε βρέ παιδιά κάμποσα χρήματα στό χέρι μου, ὅταν θά πεθάνω, νά τά ἔχω. Γιά νά ἐξασφαλιστῶ ἐκεῖ πού θά πάω.

   Καί τοῦ ἔβαλαν. Λίγο μετά, ἔφτασε ὁ Σέργιος στήν πόρτα τοῦ Παραδείσου καί χτύπησε.

   Ἄνοιξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί τοῦ εἶπε:

   -Φαίνεσαι πεινασμένος. Καί ἡ ὥρα εἶναι περασμένη. Πέρασε δίπλα στήν αἴθουσα. Θά φᾶς κάτι νά δυναμώσεις, θά πληρώσεις καί μετά θά σέ πάω νά συναντήσεις τόν Χριστό. Γιατί εἶναι μακρύς ὁ δρόμος…

   Μπῆκε ὁ Σέργιος στήν αἴθουσα καί βλέπει τά τραπέζια γεμᾶτα πλούσια φαγητά. Τό κάθε πιάτο, εἶχε γραμμένη τήν τιμή του, πού ἦταν ἴδια γιά ὅλα. Μιά πεντάρα. Ἕνα καπίκι. Θά φάω καλά σκέφτηκε. Γέμισε ἕνα τραπέζι, καί ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ.

   Ὅταν τελείωσε, τόν πλησιάζει ἕνας ἄγγελος καί τοῦ λέει:

   -Ὥρα νά πληρώσεις.

   Ἔβγαλε ἕνα χρυσό ρούβλι, γιατί μόνο τέτοια εἶχε, καί τοῦ τό ἔδωσε.

   – Τί εἶναι αὐτό; Ρώτησε ὁ ἄγγελος. Ἐγώ θέλω μόνο ἕνα καπίκι. Μιά πεντάρα.

   – Πᾶρτο ὁλόκληρο. Δικό σου.

   -Ὄχι, ὄχι. Δέν κάνει νά εἴμαστε αἰσχροκερδεῖς. Ποῦ νομίζεις ὅτι βρισκόμαστε; Κάτω στή γῆ; Μιά πεντάρα θέλω.

   -Καλά. Κράτησε το καί δῶσε μου ρέστα.

   -Ὄχι. Ὄχι. Δέν κρατῶ τίποτε. Οὔτε ρέστα δίνομε. Ὁ καθένας πληρώνει τό ἀκριβές ἀντίτιμο καί τελειώνει.

   -Μόνο αὐτά ἔχω, ἀπαντᾶ ὁ Σέργιος.

   -Ψάξου προσεκτικά μήπως βρεῖς σέ καμμιά τσέπη κάτι ἄλλο.

   Ψάχνεται, μά δέν βρίσκει τίποτε.

   Τοῦ λέγει ὁ ἄγγελος:

   -Μά τί ψάχνεις; Τά χρήματα πού κουβαλᾶς μαζί σου; Δέν σοῦ ζήτησα ἀπό αὐτά. Ψάξε νά βρεῖς… Ἔδωσες τίποτε γιά τόν Χριστό; Αὐτό ἔχει ἀξία ἐδῶ πέρα.

   Λοιπόν μή ψάχνεις στίς τσέπες σου. Στή συνείδησή σου ψάξε. Στή μνήμη σου ψάξε. Ἔδωσες τίποτε γιά τόν Χριστό; Ἀπό ἀγάπη καί καλωσύνη;

   Δέν μπόρεσε τίποτε νά βρεῖ ὁ Σέργιος.

   Ἔμεινε ἄφωνος. Τόν ἔπιασε κρύος ἱδρώτας.

   -Γύρισε πίσω στή γῆ, τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Καί πήγαινε νά κάνεις λίγη προκοπή.

   Καί ξαναγύρισε στή ζωή.

   Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, τό φώναζε παντοῦ, ὅτι ἡ μόνη σωστή χρήση γιά τά χρήματα εἶναι νά μπαίνουν στήν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης καί τῆς καλωσύνης.

   -Παιδιά μου, ἔλεγε. Φροντεῖστε τά χρήματά σας, νά τά μεταφέρετε στό ἐξωτερικό.

   -Ποῦ; Στήν Ἑλβετία; ἤ  στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες;

   -Ὄχι! Στόν Παράδεισο, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στόν οὐρανό, νά τά μεταφέρετε. Ἀποθέστε τα στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ νά καταθέσετε ὅτι περισσότερο μπορεῖτε.

   Λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός:

   Θέλετε νά πᾶτε στόν Παράδεισο;

   -Δῶστε τά μισά στούς φτωχούς. Καί θά πᾶτε ὁπωσδήποτε.

   –Πολλά ζητᾶς παππούλη.

   –Δῶστε τό δέκα τοῖς ἑκατό.

   -Πολύ μᾶς πέφτει.

   -Δῶστε τό πέντε τοῖς ἑκατό.

   –Πολλά εἶναι.

   –Δῶστε τό ἕνα τοῖς ἑκατό.

   –Δέν γίνεται!

   -Ἔ, τότε τί νά σᾶς κάνω; Τί νά σᾶς πῶ; Τοῦτο σᾶς εἶναι βαρύ, ἐκεῖνο σᾶς εἶναι δύσκολο… Πῶς θά δείξετε ὅτι ἀγαπᾶτε τόν Χριστό; Ὅτι ἐνδιαφέρεστε γιά τήν Βασιλεία Του καί τό θέλημά Του; Ὅτι θέλετε νά εἶστε κοντά Του; Κάνετε κάτι.

   Τί νά κάνομε;

Γονατεῖστε λιγάκι

   -Γονατεῖστε λιγάκι καί ἀρχεῖστε νά παρακαλεῖτε τόν Θεό νά σᾶς δυναμώνει νά γλυτώσετε ἀπό τά κολλήματά σας, πού κολλᾶτε καί δέν θέλετε νά ξεκολλήσετε οὔτε μέ τό βίντζι.

   Πῶς κολλᾶμε;

   Μάλωσε κάποιος μέ τόν ἀδελφό του.

   Τοῦ λέγει ὁ ἱερέας:

   -Συγχώρησέ τόν!

   -Ὄχι. Μέ κανένα τρόπο.

   –Δέν θά πᾶς στόν Παράδεισο.

   -Νά μήν πάω…

   Ἄν σκέπτεσαι ἔτσι, τό μόνο πού σοῦ μένει εἶναι νά ἀρχίσεις νά προσεύχεσαι, νά νηστεύεις, νά παρακαλεῖς τόν Χριστό νά σέ δυναμώσει καί νά σέ φωτίσει. Γιατί αὐτός εἶπε: «τά παρά ἀνθρώποις ἀδύνατα, δυνατά παρά τῷ Θεῷ».

   Τό κεφάλι τό σφραγισμένο, ἀπό τά πάθη, μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀνοίγει.

   Ἀλλάζει καί διορθώνεται.

   Νά παρακαλέσομε τόν Θεό, νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς δυναμώνει νά διορθωθοῦμε, νά ἀλλάξομε.

   Νά πάρομε ἔστω καί μέ μικρά βήματα μιά πορεία, πού νά εἶναι πορεία πρός τόν Χριστό.

   Καί ὅταν σ’ αὐτή τήν γῆ, αἰσθανόμαστε ὅτι δενόμαστε μέ τόν Χριστό, ἄς τό γνωρίζομε, ὅτι δενόμαστε μαζί Του καί στήν ἄλλη ζωή στήν αἰώνια καί ἀτελεύτη. Ἀμήν.-