ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε’ (Ματθ. 8, 28- 9,1)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ῏Ην δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ῾Υπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλῶσσα
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὅταν ἔφτασε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν περιοχὴ τῶν Γεργεσηνῶν, τὸν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὰ μνήματα, τόσο φοβεροί, ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ κεῖνο τὸν δρόμο. Καὶ μὲ κραυγὲς τοῦ ἔλεγαν· «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μ᾿ ἐμᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ῏Ηρθες ἐδῶ νὰ μᾶς βασανίσεις πρὶν τὴν ὥρα μας;» Μακριὰ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντας· «῍Αν εἶναι νὰ μᾶς διώξεις, ἄφησέ μας νὰ πᾶμε στὸ κοπάδι τῶν χοίρων». Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· «Πηγαίνετε». Αὐτοὶ βγῆκαν καὶ πῆγαν στὸ κοπάδι τῶν χοίρων. Καὶ ὅλο τὸ κοπάδι ὅρμησε καὶ γκρεμίστηκε στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν μέσα στὰ νερά. Οἱ βοσκοὶ ἔφυγαν, πῆγαν στὴν πόλη καὶ ἀνάγγειλαν ὅλα τὰ συμβάντα καὶ ὅ,τι ἔγινε μὲ τοὺς δαιμονισμένους. Βγῆκε τότε ὅλη ἡ πόλη νὰ συναντήσει τὸν ᾿Ιησοῦ, κι ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν περιοχή τους. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοῖο, διέσχισε τὴ λίμνη καὶ ἦρθε στὴν πόλη του.
Ἡ θεραπεία τῶν Γεργεσηνῶν
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003), από ΕΔΩ
30 Ἰουνίου 1991
Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πόσο οἰκεία μᾶς εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Κάθε φορὰ πού τή διαβάζουμε, ἀνακαλύπτουμε ξανά κάτι πού ἀγγίζει τήν καρδιά μας ἤ φωτίζει μέ ἕνα νέο φῶς τό νοῦ μας. Καί σήμερα θά ἤθελα νά στρέψω τήν προσοχή σας σέ τρία χαρακτηριστικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου.
Τό πρῶτο εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ δαιμόνων, τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, στά θύματά τους. Οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ δέν ἔχουν ἄλλο σκοπό ἤ ἐπιθυμία ἀπό τό νά κυριέψουν ἕνα ζωντανό πλάσμα, νά τό κάμουν νά ὑποφέρει καί νά ἐκπληρώνει τό θέλημά τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι οἱ δαίμονες δέν δροῦν ἄμεσα στόν κόσμο· αὐτό πού μποροῦν νά κάνουν εἶναι νά σκλαβώνουν τά ἀνθρώπινα ὄντα καί νά τά χρησιμοποιοῦν γιά νά κάμουν τό κακό. Ἔτσι σ’ αὐτό ἀποσκοποῦσαν αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ: νά σκλαβώσουν αὐτούς τούς ἄνδρες καί νά τούς κάνουν ὄργανο καταστροφῆς καί συνάμα νά ὑποφέρουν.
Ὅταν ὁ Χριστός τούς διέταξε νά ἀφήσουν τά θύματά τους ἔκραξαν μέ φωνή μεγάλη, ζητώντας ἕνα μέρος νά καταφύγουν, ἕνα μέρος ὅπου θά μποροῦσαν νά διαμείνουν καί νά κάμουν τό καταστροφικό τους ἔργο. Καί ὁ Κύριος τοὺς ἐπέτρεψε νά πᾶνε στούς χοίρους. Οἱ χοῖροι, γιά τούς Ἑβραίους, συμβόλιζαν τήν ἀκαθαρσία· τό αἴτημά τους νά κατοικήσουν ἐκεῖ ἦταν ἕνα σημεῖο προφανές γιά τόν καθένα πού μποροῦσε νά καταλάβει – καί κάθε Ἑβραῖος καταλάβαινε – ὅτι ἦταν τόσο ἀκάθαρτοι ὅσο τά πιό βρώμικα ἀπό τά ζῶα. Ἀλλά αὐτό πού ἀκολούθησε μετά, ἦταν μία ἀπόδειξη γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ τί συμβαίνει ὅταν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας νά καταληφθεῖ ἀπό τό κακό, ὅταν ἐπιτρέπουμε στά πάθη νά ἀποκτήσουν ἰσχύ ἐπάνω μας- στό μίσος, στή λαγνεία, στή ζήλεια, καί σ’ ὅλα τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὑπό τήν ἐξουσία τῶν παθῶν, εἴμαστε καταδικασμένοι νά καταστραφοῦμε, ὅπως αὐτό τό κοπάδι πού ὁδηγήθηκε στό χαμό.
Θά πρέπει αὐτό νά τό θυμόμαστε, ἐπειδή δέν συνειδητοποιοῦμε πάντα πόσο πολύ εἴμαστε ἀγκιστρωμένοι στήν δύναμη αὐτῶν τῶν πραγμάτων πού κυβερνοῦν τήν ζωή μας: συμπάθειες, ἀντιπάθειες, μίση, μνησικακίες. Δέν εἴμαστε μοναχά ὑπό τό κράτος τῶν παθῶν αὐτῶν, ἀλλά δουλεύουμε στό κακό ὄντας ὑποταγμένοι στήν δύναμή του. Καί ἡ προειδοποίηση εἶναι ξεκάθαρη : ἐάν μόνο ἐπιτρέψουμε στό κακό νά κυριαρχήσει στή ζωή μας, αὐτό θά σημάνει τὸν θάνατο· ὄχι ἕναν φυσικό θάνατο, ἀλλά μιὰ ὁλοκληρωτική, τραγική ἀλλοτρίωση ἀπ’ ὅ,τι σημαίνει ἡ ζωή: ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν ἀγάπη, ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀπό κάθε νόημα ζωῆς. Δέν μποροῦμε νά πάψουμε νά ὑπάρχουμε, ἀλλά ζοῦμε μέσα ἀπό μία ὕπαρξη χωρίς ζωή, χωρίς περιεχόμενο – ἕνα ἀδειανό κοχύλι, καί ἀκόμη ἕνα μαρτύριο.
Σέ ἀντίθεση μέ αὐτό, βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός, αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἔχει ξεχάσει τά πάντα, ὅλη τήν κτήση, γιά νά δώσει προσοχή μόνο σ’ αὐτούς τούς δύο ἄνδρες πού ἔχουν ἀνάγκη νά σωθοῦν, πράγματι εἶναι διατεθειμένος ν’ ἀφήσει ἐνενήντα ἐννέα δίκαιους, ἐνάρετους ἀνθρώπους πού δέν Τόν χρειάζονται ἐκείνη τήν στιγμή, γιά νά δώσει ὅλη τήν προσοχή, τήν ζωή Του, ὅλη Του τήν δύναμη, προκειμένου νά σώσει αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά δεῖ, μπροστά στίς ἀνάγκες ὅλου τοῦ κόσμου, κάθε προσωπική ἀνάγκη καί νά ἀνταποκριθεῖ μέ ὅλη τήν ἀγάπη Του, μέ συμπόνια, μέ ὅλη τήν κατανόηση καί μέ τήν Θεική Τοῦ δύναμη πού σώζει καί θεραπεύει.
Ὑπάρχει μία τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων πού βλέπουμε νά ἐνεργοῦν σ’ αὐτήν τήν ἱστορία· εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Γνώριζαν τήν ἀπελπιστική κατάσταση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων· τούς εἶπαν τί ἔκαμε σ’ αὐτούς ὁ Κύριος, τούς εἶπαν ποιός ἦταν ὁ ἀφέντης τους, ὁ βασανιστής τους· δέν θά ὄφειλαν νά ἔρθουν νά δοξάσουν τόν Κύριο καί νά Τόν εὐχαριστήσουν ποὺ λύτρωσε τούς δύο ἄνδρες ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κακοῦ; ΟΧΙ! Αὐτό πού εἶδαν στήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὅτι στερήθηκαν τό κοπάδι τῶν χοίρων. Τί σήμαινε γι’ αὐτούς ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, ἡ σωτηρία αὐτῶν τῶν δύο ἀνθρώπων; Στεροῦνταν ὅ,τι τούς ἦταν σημαντικό, περισσότερο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ριψοκινδυνέψουν ἄλλο ἕνα θαῦμα πού θά τούς στοίχιζε. Τί τραγική – ὄχι τερατώδης, ἀλλά τραγική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν στάση τοῦ Θεοῦ καί τήν στάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ἄς σκεφθοῦμε καί ἄς ρωτήσουμε τούς ἑαυτούς μας, ποῦ βρισκόμαστε ; Φυσικά τό πρῶτο πράγμα πού θά ποῦμε, «ὅτι εἴμαστε μέ τό μέρος τοῦ Θεοῦ» – δέν εἶναι ἀλήθεια. Ὅταν ὑπάρχει μία τραγική ἀνάγκη καί ἡ ἀξία τῆς βοήθειας δέν θά εἶναι ἴσως γιά μᾶς μιὰ καταστροφή, ἀλλά πόνος ἤ ἀπώλεια, τί θά διαλέγαμε; Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικά μέ αὐτό: εἴμαστε στ’ ἀλήθεια μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ πού μπορεῖ νά συγχωρέσει ὅλο τόν κόσμο, ἐξαιτίας τῆς συμπόνιας πού διαπερνᾶ τήν καρδιά Του, ἤ – ἐπιτρέπουμε στήν καρδιά μας νά συγκινηθεῖ γιά μιὰ στιγμή καί τότε ὑπολογίζοντας ξανά τό τίμημα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀνάγκη;
Ἄς συλλογιστοῦμε· ἐπειδή κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἱστορίες, κάθε παραβολή, κάθε εἰκόνα, κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μᾶς μία πρόκληση: Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι; Ὁ δαιμονισμένος τῆς παραβολῆς· σέ τί βαθμό; Ἕνας ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ ἕτοιμος νά λησμονήσει τά πάντα γιά μιὰ ἀπελπιστική ἀνάγκη; Ἤ ἴσως ἕνας ἀπό ἐκείνους πού λένε στόν Χριστό: Φύγε, φύγε μακρυά – Διαταράσσεις τήν εἰρήνη μας, τήν ἁρμονία τῆς ζωῆς μας καί τήν ἀσφάλειά μας;
Ἄς ἀναλογιστοῦμε σέ βάθος· ὄχι μόνο νά σκεφτοῦμε, ἄς πάρουμε τίς ἀποφάσεις μας καί ἄς ἐνεργήσουμε. Ἀμήν.
Πρωτότυπο Κείμενο
The healing of the men of Gergesene
(St. Matthew 8:28-9:1)
Sunday, 30th June 1991
In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.
How familiar is this story to us. Yet every time we read it we rediscover something in it which touches our heart, or gives a new light to our mind. And to-day I would like to attract your attention to three features of this passage.
The first is the attitude of the devils, of the powers of evil, to their victims. The powers of evil have no other intention or desire than to take possession of a living creature and to make it both a sufferer and one that will fulfil their will. The Fathers of the Church teach us that the devils can have no direct action in this world; all they can do is enslave human beings and through them work the evil within them. So this is what these powers of evil had intended: to enslave these men and to make them instruments of destruction, but at the same time to make them suffer for it.
When Christ commanded them to leave their victims they cried, shall I say, for a place of refuge, a place where they could dwell and work destruction. And Christ allowed them to in-dwell the pigs. Pigs, in the eyes of Jews, were a symbol of impurity; the request to be lodged in their bodies was a sign for all who could understand – and every Jew could – that they were as impure as the impurest of the animals. But what happened next was a demonstration to people of what happens when we allow ourselves to be possessed of evil, when we allow passions to have power over us – hatred, lust, jealousy, and all the passions of body and soul. Being possessed by them we are doomed to destruction, as this herd ended in death.
We should remember this because we do not always realise how much we are in the grip, in the power of those things which rule our life: likes and dislikes, hatreds, resentments and so on. We are not only possessed, but we are also working evil through our subjection to the power of evil. And the warning is clear: if we only allow evil to take possession of us completely, it will mean death; not physical death, but a total, tragic alienation from all that is life: from God, from love, from beauty, from meaning. We cannot fall out of existence but we can be possessed of an existence which is a ghostly one, an existence without life, without content – a shell that is empty, and yet a torment.
And in contrast to this we see the Lord Jesus Christ, the Son of God become Man. He is the Creator, He is the Lord, He is the Saviour of the whole world; and He forgets everything, as it were, the whole of creation to pay attention to nothing but these two men who are in need of salvation, indeed He is prepared to leave ninety-nine righteous, whole people who do not need Him at that moment alone in order to give all His attention, all His life, indeed all His power to save these two men. In the face of all the need of the world He can see every individual need and respond to it with all His love, all His compassion, all His understanding and all His divine power to save and to heal.
There is a third group of people whom we see in action in this Gospel story; it is the inhabitants of the country. They had known of the desperate condition of these two men; they were told of what Christ did for them; they were told who their master was, who was their tormentor; should they not have come to give glory to God and thank Him for delivering the two men from the power of evil? NO! All they saw in the act of Christ was that they were deprived of their herd of swine. What mattered to them the wholeness and the life and the salvation of these two men? They were deprived of what was important to them, what mattered to them more than a human life, and they asked Christ to leave their borders, to go because they did not want to risk another miracle that would be costly to them. What a tragic – not monstrous, but just tragic contrast between the attitude of God and the attitude of these people.
Let us give thought and ask ourselves, where do we stand? Of course, the first movement we shall have is to say, ‘On God’s side’ – it is not true. When there is a tragic need, and the cost of helping would be perhaps not a disaster but a pain or loss to us, what would we choose? Let us reflect on this: are we really on the side of Christ Who can forget the whole world because His Heart is pierced, transfixed with compassion, or – do we allow our heart to be moved one moment, and then recalculate the cost and turn away from the need?
Let us reflect – because every one of these stories, every parable, every image, every act of God is challenging us: Where do you stand? Who are you? The person possessed, to whatever extent? A disciple of Christ ready to forget everything for the sake of a desperate need? Or rather one of those who say to Christ: Go, go away – you are disturbing our peace, the harmony of our life and our security?
Let us reflect deeply; but not only reflect, take a decision and act. Amen.