Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Γενικού Διευθυντού Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος, από τον επίσημο Ιστότοπο της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ΕΔΩ
Η οργανική και άρρηκτη σχέση του μυστηρίου του Χριστού και του μυστηρίου της Εκκλησίας προσδιόρισε το περιεχόμενο της αποστολικής παραδόσεως τόσο για την χριστοκεντρική οντολογία της Εκκλησίας, όσο και για την πνευματικοκεντρική εκπλήρωση της αποστολής της στην ιστορία της σωτηρίας. Υπό το πνεύμα αυτό ο Ιησούς Χριστός επέλεξε τους Αποστόλους και «κατ’ ἰδίαν ἐξηγεῖτο αὐτοῖς πάντα» όσα ήταν αναγκαία για να εκπληρώσουν την ανατεθείσα σε αυτούς αποστολή του κηρύγματος του Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (1). Η εντολή αυτή συνδυάσθηκε με τη διαβεβαίωση αφ’ ενός μεν ότι ο Ίδιος θα παραμείνει μαζί τους «πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (2), αφ’ ετέρου δε ότι αυτοί θα λάβουν «δύναμιν, ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» επ’ αυτούς και θα καταστούν «μάρτυρες…ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (3). Η εντολή του Κυρίου προς τους Αποστόλους να διδάσκουν σε όλο τον κόσμο την τήρηση πάντων όσων «ἐνετείλατο» προς αυτούς προσδιόριζε και την αποστολική ευθύνη για την περιφρούρηση της αυθεντικότητας και για την οικουμενική προοπτική του αποστολικού κηρύγματος, γι’ αυτό και θεωρούσαν πάντοτε χρέος τους να κηρύττουν και να δηλώνουν ότι «παρέδωκαν…ὅ καί παρέλαβον» (4).
Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος μεταμόρφωσε τους Αποστόλους και τους ενίσχυσε στο έργο και τη διδασκαλία του Ευαγγελίου (5). Με τη δύναμη του Παρακλήτου οι Απόστολοι έγιναν οι αυθεντικοί κήρυκες της Αναστάσεως Χριστού, το δε κήρυγμα είχε ως κέντρο τον Χριστό και ειδικότερα την Ανάστασή Του, της οποίας οι ίδιοι υπήρξαν αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες.
Οι Δώδεκα Απόστολοι δεν εβαπτίσθηκαν δι’ ύδατος, αλλά την ημέρα της Πεντηκοστής, όπως τους είχε πει ο Κύριος. «Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υπόσχεσης, για την οποία σας μίλησα∙ ότι, δηλαδή, ενώ ο Ιωάννης εβάπτιζε με νερό, εσείς θα βαπτιστείτε σε λίγες ημέρες με το Άγιο Πνεύμα» (6). Έτσι, το Άγιο Πνεύμα κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής (7) μεταμόρφωσε τους άσημους, δειλούς και αγράμματους άνδρες σε σοφούς, σε φωτισμένους και τους κατέστησε πυρφόρα δοχεία του Πνεύματος, για να γίνουν οι συνεχιστές του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο και την κτίση.
Ερωτά πολύ όμορφα ο ιερός Χρυσόστομος για τους Αγίους Αποστόλους: «Τίνι γάρ ἐθάρρουν;». Πού μπορούσαν να στηριχθούν, για να έχουν τη δύναμη και την ανδρεία για το έργο τους; «Τῇ δεινότητι τῶν λόγων; Ἀλλά πάντων ἦσαν ἀμαθέστεροι. Τῇ περιουσία τῶν χρημάτων; Ἀλλ’οὐδέ ράβδον, οὐδέ ὑποδήματα εἶχον. Ἀλλά τῇ περιφανείᾳ τοῦ γένους; Ἀλλ’ εὐτελεῖς ἦσαν και ἐξ εὐτελῶν» (8). Τους έδωσε τη δύναμη, το φωτισμό, τη χάρη, το χάρισμα, την πνευματική ανδρεία, την πίστη, τον ενθουσιασμό, ο Παράκλητος, το Πανάγιο Πνεύμα (9), που συγκροτεί τον ιερό θεσμό της Εκκλησίας.
Η λέξη «Απόστολος» σημαίνει τον απεσταλμένο. Εν προκειμένω Απόστολοι ονομάσθηκαν οι εκλεγμένοι και καλεσμένοι από τον Κύριο Μαθητές Του να συνεχίσουν το σωστικό Του έργο, μετά την εις τους ουρανούς Ανάληψή Του. Επίσης, σύμφωνα με την χαρακτηριστική Του προτροπή έγιναν οι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του « ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (10).
Η εκλογή και η κλήση των Αποστόλων, οι οποίοι ως την Πεντηκοστή καλούνταν Μαθητές, έγινε αμέσως με την αρχή της δημόσιας δράσεως του Κυρίου, στη Γαλιλαία. Ευθύς μετά τη Βάπτισή Του κατευθύνθηκε στις όχθες της λίμνης Γενησαρέτ, όπου απευθύνθηκε στους εκεί αλιείς, στους οποίους είπε: «δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων » (11). Αυτοί «εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ» (12). Άλλοι, «ἀφέντες τόν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετά τῶν μισθωτῶν, ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» (13).
Οι Μαθητές ορίσθηκαν από τον Κύριο σε τρεις κύκλους ήτοι : τον στενό κύκλο των Δώδεκα, τον ευρύτερο κύκλο των Εβδομήκοντα και τον ευρύτατο κύκλο των λοιπών Μαθητών Του. Μεγαλύτερη σημασία είχε ο κύκλος των Δώδεκα. Αυτοί βρίσκονταν πλησίον Του και σ’ αυτούς αποκάλυψε τα μυστήρια του Θεού. Αυτοί είχαν την ευλογία και τη δόξα να ορισθούν ως οι κατ’ εξοχήν συνεχιστές του έργου Του, διότι μόνο σε αυτούς είπε: « Ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καί ἔθηκα ὑμᾶς, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγετε καί καρπόν φέρητε, καί ὁ καρπός ὑμῶν μένῃ» (14). Μετά την Ανάσταση τους κατέστησε επίσημα διαδόχους και συνεχιστές του έργου Του: «Καθώς ἀπεσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς . Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς: λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄ ν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (15). Επίσης στο όρος της Γαλιλαίας, όπου είχαν συναχθεί οι ένδεκα μαθητές, λίγο πριν την Ανάληψη, τους είπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτούς εἰς τό ὄνομά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν » (16). Ως προς την εκλογή των Αγίων Αποστόλων είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι του Αποστολου Παύλου: «Ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν… τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνη τά ἰσχυρά καί τά ἀγενῆ τοῦ κόσμου καί τά ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καί τά μή ὄντα, ἵνα τά ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μή καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (17).
Οι Απόστολοι μετά την κλήση τους από τον Ιησού έμειναν για αρκετό χρονικό διάστημα κοντά του και οικειώθηκαν μαζί Του. Η «οἰκείωσις» (18) αυτή σημαίνει, για τον ιερό Χρυσόστομο, αποκάλυψη της θεότητος του Ιησού προς τους Αποστόλους. Είναι πολύ χρήσιμα και ενδιαφέροντα για την αλήθεια αυτή τα ερμηνευτικά σχόλια που κάνει ο ιερός Πατήρ με αφορμή τις ερωτήσεις του Πέτρου, «Κύριε ποῦ ὑπάγεις;» (19) , και του Θωμά, «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις καί πῶς δυνάμεθα τήν όδόν εἰδέναι;» (20) , καθώς επίσης και την παράκληση του Φιλίππου, «Κύριε δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα καί ἀρκεῖ ἡμῖν» (21). Στις δύο πρώτες περιπτώσεις ο Ιησούς παρουσιάζει τον εαυτό Του ως την «ὁδόν», την οποία εγνώρισαν οι Απόστολοι και η οποία είναι η μόνη που οδηγεί προς τον Πατέρα (22). Έπειτα εμβαθύνει και αναφέρεται στην ποιότητα της γνωριμίας των Αποστόλων με τον Ιησού. Ο άγιος πατήρ σημειώνει σχετικά: «Ό δέ λέγει, τοιοῦτον ἐστίν. Eἰ ἤδειτε τήν ἐμήν οὐσίαν καί τήν ἀξίαν, καί τήν τοῦ Πατρός ἤδειτε. Καίτοι γε οὐκ αὐτή ἡ οὐσία ὤφθη, ἀλλ’ ὅμως, φησίν ὦφθαι, δηλαδή ὡς ἐκεῖνοις ἰδεῖν δυνατόν. Οὕτω δέ εἴρηται, ἵνα μάθῃς ὅτι ὁ αὐτόν ἑωρακώς, τόν γεγεννηκότα οἶδεν» (23). Στην περίπτωση του Φιλίππου ο Ιησούς ομιλεί κατ’ ευθείαν και χωρίς παράδειγμα για τη σχέση Του με τον Θεό Πατέρα. Συνεπώς, οι Απόστολοι, συναναστρεφόμενοι τον σαρκωθέντα Υιό και Λόγο του Θεού, εγνώρισαν τόσο Εκείνον, όσο και τον Πατέρα κατά την ουσία (24). Εκείνο, όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι «ἐθεάσαντο αὐτόν οὐ γυμνῇ τῇ οὐσίᾳ, ἀλλά σάρκα περιβεβλημένον» (25). Εδώ σαφέστατα η ενσάρκωση του Υιού του Θεοῡ τίθεται ως η απαραίτητη προϋπόθεση για την επαφή του Θεού προς τους Αποστόλους και την πραγμάτωση της αποκαλύψεως προς αυτούς. Πράγματι, οι Απόστολοι, ως άνθρωποι κτιστοί, αδυνατούσαν να γνωρίσουν τη θεότητα γυμνή στην ουσία της (26) και γι’ αυτό την εγνώρισαν καλυμμένη κάτω από την ανθρώπινη σάρκα (27). Δια τούτο ο ιερός Χρυσόστομος εύλογα αναφέρει ότι οι Απόστολοι «πᾶν ὅπερ ἔχουσιν, ἀπό τοῦ Υἱοῦ ἔχουσιν» (28). Ο Υιός του Θεού όχι μόνον πρώτος αγάπησε τους Αποστόλους (29), αλλ’ ως Θεάνθρωπος είναι συγχρόνως και ο φυτουργός τους.
Οι Άγιοι Απόστολοι την ευλογημένη ημέρα της Πεντηκοστής δεν έλαβαν απλώς τη χάρη του Πνεύματος, αλλ’ επλήσθησαν της χάριτος (30). Το Άγιο Πνεύμα παρέμεινε μέσα τους μόνιμα και σταθερά (31). Έτσι το έργο των Αγίων Αποστόλων συνεχίσθηκε και συνεχίζεται δια των διαδόχων αυτών. Αυτή η αδιάκοπη διαδοχή συνεχίζεται ως σήμερα και χαρακτηρίζεται ως αδιάκοπη διαδοχή προσώπων και πίστεως και γι’ αυτό η Εκκλησία μας ονομάζεται Αποστολική.
Πρώτοι οι Απόστολοι, ως μάρτυρες της αληθείας, «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηθιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (32). «Ἐμαστίζοντο οἱ ἀπόστολοι καί ἔχαιρον, ἐδέδεντο καί ηὐχαρίστουν, ἐλιθάζοντο καί ἐκήρυττον» (33).
«Πρῶτος ἐπαίνων ἐπάξιος Πέτρος, ὁ διάπυρος μαθητής, ὁ ὑπό Νέρωνος κατά κεφαλῆς σταυρωθείς. Δεύτερος Παῦλος, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ὁ ὑπ’ αὐτοῦ ἀποκεφαλισθείς. Τρίτος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος ὁ ὑπ’ Αἰγεάτου ἐν δένδρῳ σταυρωθείς. Τέταρτος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, ὁ ὑπό Ἡρώδου μαχαίρᾳ σφαγείς. Πέμπτος ὁ τούτου ἀδελφός Ἰωάννης, ὁ ζῶν ταφείς καί μετατεθείς. Ἕκτος Φίλιππος, ὁ ὑπό Ἑλλήνων ἐν τείχει κρεμασθείς. Ἕβδομος Θωμᾶς ὁ Δίδυμος, ὁ ὑπό Ἰνδῶν λόγχαις ἀναιρεθείς. Ὄγδοος Βαρθολομαῖος, ὁ σταυρωθείς. Ἔνατος Ματθαῖος, ὁ λιθοβοληθείς. Δέκατος Ἰάκωβος Ἀλφαίου. Ἑνδέκατος Σίμων ὁ Ζηλωτής. Δωδέκατος Ἰούδας Ἰακώβου, κρεμασθείς καί τοξευθείς» (34).
Τα αποστολικά ρήματα, οι αποστολικοί νόμοι, τα αποστολικά παραγγέλματα, η αποστολική διδαχή, ο αποστολικός χαρακτήρας, το αποστολικό φρόνημα, τα αποστολικά κατορθώματα, η αποστολική διαδοχή, παραμένουν στην Εκκλησία και αποτελούν γνωρίσματά της, όχι μόνο με την έννοια της πρώτης ιστορικής της περιόδου, αλλά της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού, όπως αυτή φανερώνεται και αποκαλύπτεται στην ευχαριστιακή σύναξη.
Γι’ αυτό και τα στόματα των Αγίων Αποστόλων, που είναι «ταμεία βασιλικά…θησαυρόν ιαμάτων έχοντα αποκείμενον», μας προτρέπουν και μας παρακαλούν να γίνουμε μιμητές τους, καθώς και εκείνοι Χριστού (35).
Tαῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός,
ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίῳ καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμᾶς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.
Μεγαλυνάριον
Πέτρον, Παῦλον, Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾷ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα, Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ, ὕμνοις τιμήσωμεν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ματθ. 28,18-20.
(2) Ματθ. 28,20.
(3) Πραξ. 1,7-8.
(4) Α Κορ. 15,3.
(5) Πραξ. 2,1 κ.εξ.
(6) Πραξ. 1, 4-5.
(7) Ο ιερός Χρυσόστομος διακρίνει τρεις περιόδους στο βίο των Αποστόλων: α) προ της κλήσεως, β) μεταξύ κλήσεως και Πεντηκοστής, γ) μετά την Πεντηκοστή. Για την πρώτη περίοδο, ξεκινώντας από ορισμένες περιπτώσεις, όπως του Παύλου και του Ματθαίου, γράφει ότι ο βίος τους ήταν χειρότερος από αυτόν των θηρίων (βλ. Εις τον Η ΄Ψαλμόν , 4, PG 55, 112). Για τη δεύτερη περίοδο συμπεραίνει ότι ήσαν ακόμη ατελείς και τους παρομοιάζει με τα νεογνά των πουλιών, των οποίων οι φτερούγες είναι αδύναμες και δεν τα επιτρέπουν να απομακρυνθούν από τη φωλιά (βλ. Περί ακαταλήπτου , 8, 4, PG 48, 773. Εις Ματθαίον , 56, 3, PG 58, 552). Tέλος, υποστηρίζει ότι μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι έφθασαν σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται και την αποστολή τους. Πρβλ. γενικά Μύρου Παναγιώτη, Οι Απόστολοι και η διακονία τους κατά τον ιερό Χρυσόστομο, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1995. Κύριο γνώρισμα αυτής της περιόδου, εκτός των άλλων, αποτελεί η κυριαρχία τους σε κάθε πάθος (βλ. Εις Ματθαίον , 65, 2, PG 58, 619).
(8) Ε.Π.Ε. 12, 370.
(9) «Δι’ οὖ ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν» , Ρωμ. 1, 5. « Χάριν ἐλάβομεν καί τῆς ἄνωθεν δωρεᾶς τό κατόρθωμα γέγονεν», Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ρωμαίους , 1, 2, PG 60, 390.
(10) Πραξ. 1, 8.
(11) Ματθ. 4, 20.
(12) Ματθ. 4, 21.
(13) Μαρκ. 1, 20.
(14) Ιωάν. 15, 16.
(15) Ιωάν. 20, 21.
(16) Ματθ. 28, 19-20.
(17) Α΄ Κορ. 1, 21-29.
(18) Για το νόημα του όρου «οικείωσις» βλ. το αντίστοιχο λήμμα στα, G. Lampe, PGL.
(19) Ιωάν. 13, 36.
(20) Ιωάν. 14, 5.
(21) Ιωάν. 14, 8.
(22) Βλ. Εις Ίωάννην 73, 2· PG 59, 398 ««Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός (Ἰω 14, 6).Τοῦτο ἀπόδειξις τοῦ, οὐδείς ἔρχεται εἰ μή δι’ ἐμοῦ… “Ἄλλως δέ, εἰ ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός, οὐ δεήσεσθε τοῦ χειραγωγοῦντος… Eἰ ἐμέ ἐγνώκειτε, καί τόν πατέρα μου έγνώκειτε ἄν καί ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε αὐτόν, καί ἑωράκατε αὐτόν». Πρβλ . S. V. Mccasland, «The Way», JBL 77 (1958), σελ . 222-230 .
(23) Εις Ιωάν. 73, 2· PG 59, 398.
(24) Χαρακτηριστική είναι και η ακόλουθη χρυσοστομική περικοπή, 74, 1, PG 59, 401:« Ἄλλως δέ, ἴδωμεν τί ὁ Φίλιππος ζητεῖ ἰδεῖν. Ἄρα τήν σοφίαν τοῦ Πατρός; ἄρα τήν ἀγαθότητα;». Ὁ Μ. Βασίλειος, Περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος , 8, 21· PG 32, 105, ἐντοπίζει τήν γνωριμία τῶν Ἀποστόλων μέ τόν Ἰησοῦ στό «ἀγαθόν τοῦ θελήματος (οὐ τόν χαρακτήρα, οὐδέ τήν μορφήν, καθαρά γάρ συνθέσεως ἡ θεία φύσις), ὅπερ σύνδρομον ὅv τῇ οὐσίᾳ, ὅμοιον καί ἴσον, μᾶλλον δέ ταυτόν ἐν Πατρί καί Υἱῷ θεωρεῖται».
(25) Εις Ίωάννην, 74, 2· PG 59,398.
(26) Περί ακαταλήπτου , Α. M. Malingrey, 4,309: «ὅτι μέν οὖν τῇ κτίσει πάσῃ ἀκατάληπτος ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ διά τούτων πάντων ὑμῖν ἀποδέδεικται». Πρβλ . J. Danielou, «L’ Incomprehensibilité de Dieu d’ après saint Jean Chrysostome», RSR 37 (1950), σελ . 176-194.
(27) Στη συνέχεια της τελευταίας περικοπής που παραθέσαμε παραπάνω από ομιλία του στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπ.π., PG 59,398, ο ιερός Χρυσόστομος ταυτίζει την «όψιν» δηλαδή, την θέα με την «κατά διάνοιαν γνῶσιν». «Ὄψιν δέ λέγει τήν κατά διάνοιαν γνῶσιν. Τούς μέν γάρ ὁρωμένους δυνάμεθα καί ὁρᾶν καί ἀγνοεῖν, τούς δέ γινωσκομένους οὐ δυνάμεθα γινώσκειν καί ἀγνοεῖν…Οἶδε δέ ἀλλαχοῦ καί τήν ὄψιν γνῶσιν λέγειν ὡς, ὅταν λέγῃ- ‘Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται’ (Μθ 5,8)» . Η ίδια αλήθεια ευρίσκεται ενωρίτερα διαφορετικά διατυπωμένη στον Ώριγένη. Βλ. Ώριγένους, Εις Λουκάν , Rauer, 1,7,14-21· «Οὐκοῦν οἱ ἀπόστολοι αὐτόπται τοῦ Λόγου ἦσαν οὐ μόνον ἑωρακότες τόν Ἰησοῦν κατά σῶμα, ἀλλά καί τόν Θεοῦ Λόγον. Eἰ γάρ τό ἑωρακέναι τόν Ἰησοῦν κατά σῶμα αὐτόπτην τοῦ Λόγου γίνεσθαι ἥν, καί Πιλᾶτος αὐτόπτης ἦν».
(28) Εις Ιωάννην , 76, 2· PG 59,412. Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρειας, Υπόμνημα εις τον Ιωάννην , 14,.6- PG 74,192· «Οὐδείς οὖν ἥξει πρός τόν Πατέρα, τουτέστιν οὐδείς θείας ἀναδειχθήσεται φύσεως κοινωνός εἰ μή διά Χριστοῦ μόνου. Εἰ γάρ μή ἐμεσίτευσε γενόμενος ἄνθρωπος, οὐκ ἄν εἰς τοῦτο μακαριότητος προῢβη τά καθ’ ἡμᾶς, ἀλλά καί εἴ τις ἴοι πρός τόν Πατέρα διά θεωρίας τῆς ἐν πίστει φημί, καί γνώσει τῇ κατ’ εὐσέβειαν, δι’ αὐτοῦ πάλιν ἥξει τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ ». Πρβλ. Ματθ. 11,27· «Οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός…».
(29) Α’ Ιωάν. 4, 19,
(30) Πραξ. 2, 4.
(31) Εις Πράξεις , 4, l· PG 60, 43: ««Καί έκάθισεν ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν τουτέ-στιν παρέμεινεν, ἀνεπαύσατο τό γάρ καθίσαι τοῦ ἑδραίου ἐστί σημαντικόν καί τοῦ μεῖναι». Επίσης, Εις Ιωάννην , 75,l· PG 59, 404· «Μεθ’ ὑμῶν μένει (Ίω. 14, 1,7). Τοῦτο δηλοῖ ὅτι οὐδέ μετά τήν τελευτήν ἀφίσταται». Πρβλ . V. C. Plitzner, «’ Pneymatic ‘ apostleship: Apostle and Spirit in the Acts of the Apostles», Wort in der Zeit, σελ . 210-235.
(32) Πραξ. 5, 32.40.41.
(33) Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Ομιλία ΙΣΤ, PG 60, 132.
(34) Βασιλείου Πορφυρογεννήτου, Μηνολόγιον, PG 117, 516BC.
(35) Α Κορ. 11, 1.