Ἰωάννης Φουντούλης, Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λογικὴ Λατρεία», ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Tὴν Παρασκευὴ τῆς στ’ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν συμπληροῦται ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ μακρὰ περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐντατικῆς προσευχῆς λαμβάνει τέλος. Μετὰ ἀπὸ τεσσαρακονθήμερο νηστεία ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ γιὰ νὰ συναντήση τὸν Θεό, ὁ Θεόπτης, καὶ νὰ πάρη τὶς πλάκες τοῦ Νόμου, τὸ σύμβολο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὁ νέος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, ἁγνίσθηκε σαράντα ἡμέρες καὶ ἤδη ἀνεβαίνει στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ ὄρος τῆς χάριτος. Ὄχι σὲ ὄρος φοβερό, καιόμενο καὶ φλεγόμενο, μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές, ἀλλὰ στὴν ἁγία πόλι τῆς εἰρήνης, στὴν πόλι τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὅπου μαζί μας συναναβαίνει καὶ ὁ μεσίτης τῆς Νέας Διαθήκης.
Ἐκεῖ ὅπου τὸ αἷμα τοῦ ραντισμοῦ θὰ λαλήση «κρεῖττον» παρὰ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, γιὰ νὰ ἐγκαινίση τὴν Διαθήκη καὶ νὰ καταρτίση λαὸ ἅγιο, λαὸ περιούσιο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ θὰ στηθῆ τὸ σημεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὁ σταυρός, καὶ θὰ συντρίβουν κατὰ κράτος οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἐξουσίες τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς ἔρχεται καὶ πάλι νὰ πάθη καὶ νὰ νικήση. Τὰ χρονικὰ σχήματα τοῦ κόσμου τούτου πίπτουν. Αἰωνιότης καὶ χρόνος συγκιρνῶνται. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐλθὼν καὶ θὰ εἶναι πάντα ὁ ἐρχόμενος. Ὁ παθὼν καὶ ὁ πάσχων.
Ὁ νικήσας καὶ ὁ νικῶν. Μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ συναναβαίνει στὰ νοητὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ πιστός. Θὰ δώση καὶ αὐτὸς τὴν νικηφόρο μάχη. Θὰ συσταυρωθῆ καὶ θὰ συναναστηθῆ γιὰ νὰ συζήση μαζί Του στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνας. Καὶ ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἀρχίζει. Σύνδεσμος μεταξὺ τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι οἱ δύο ἐνδιάμεσες ἑορτές: Ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. […] Τὰ θέματα εἶναι πυκνά, τὰ ἀναγνώσματα ἐκτενῆ, ἡ ὑμνογραφία συγκεντρώνει ὅ,τι ἐκλεκτὸ καὶ ἀνυπέρβλητο συνέθεσε ὁ θεοκίνητος νοῦς τῶν ἱερῶν ποιητῶν της Ἐκκλησίας.
Μπροστὰ στὸ θεολογικὸ καὶ πνευματικὸ βάθος τῶν ἱερῶν τελετῶν, ποὺ θὰ κληθοῦμε νὰ παρακολουθήσωμε, μόνο ἡ ἱερὰ σιγὴ τοῦ θάμβους θὰ ἥρμοζε. […] Κοντὰ στὰ πόδια τῶν ἱερῶν ὑμνογράφων θὰ καθίσωμε στὸ κείμενο αὐτὸ καὶ θὰ ἀκούσωμε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ νόημα ποὺ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία στὶς ἱερὲς αὐτὲς ἡμέρες. Τὸ στόμα τῶν ὑμνωδῶν εἶναι καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἀρχίζομε μὲ τὸ πρῶτο ἀπόστιχο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τοῦ πλ. δ’ ἤχου:
«Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, πόλις Σιών⋅ τέρπου καὶ ἀγάλλου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ⋅ ἰδοὺ γὰρ ὁ βασιλεύς σου παραγέγονεν ἐν δικαιοσύνῃ, ἐπὶ πώλου καθεζόμενος, ὑπὸ παίδων ἀνυμνούμενος. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος εἶ, ὁ ἔχων πλῆθος οἰκτιρμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς».
Τὸ τροπάριο εἶναι ἕνας παιὰν νίκης• ἕνα προσκλητήριο γιὰ τὸν πανηγυρισμὸ ἑνὸς θριάμβου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Ἀνέστησε τὸν τετραήμερο νεκρὸ Λάζαρο, προϋπογράφοντας τὴν θαυμαστὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ προδηλώνοντας τὴν ἰδική Του καὶ τὴν ἰδική μας ἀνάστασι. Καὶ τώρα ἔρχεται καθήμενος ἐπάνω στὸν πῶλο τοῦ ὄνου, ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης, ὁ πραΰς καὶ ταπεινὸς θριαμβευτής.
Οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδέχονται μὲ νικητήριες κραυγές: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Καὶ ἡ ἱερὰ πόλις Σιὼν «ἐσείσθη», χαίρει καὶ εὐφραίνεται. Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν Σιὼν χαίρει καὶ πανηγυρίζει καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Γιατὶ ἔρχεται καὶ πάλι ὁ Κύριος, ὁ βασιλεύς της, ὁ νικητής· «Ἐξῆλθε νικῶν, ἵνα νικήσῃ» κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι. Ἡ ἱστορικὴ ἐκείνη εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ ἐκσυγχρονίζεται.
Ὁ Κύριος ἔρχεται καὶ σήμερα, ὅπως καὶ τότε. Τὸν ρόλο τῶν παίδων ἐκτελεῖ τώρα ὁ νέος λαός, ποὺ ἠξιώθη τῆς ἀθανάτου ζωῆς μὲ τὴν ἀνάστασί Του. Οἱ λίθοι ἔγιναν τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κράζουν τώρα τὸ «Ὡσαννά». Κρατοῦν καὶ αὐτά, ὅπως οἱ παῖδες, τὰ βαΐα τῶν φοινίκων, τοὺς κλάδους τῶν ἀρετῶν. […] Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος ἐπὶ τὸ ἑκούσιον πάθος. Ἀναβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ παραδοθῆ καὶ νὰ σταυρωθῆ, ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Καὶ πάλι οἱ πιστοὶ ἀναδέχονται τὸν ρόλο τῶν μαθητῶν⋅ συναναβαίνουν, συμπορεύονται, συσταυροῦνται γιὰ νὰ συζήσουν μὲ αὐτόν. Καὶ ἡ ἄνοδος αὐτὴ παίρνει ἕνα ἐσχατολογικὸ χρώμα⋅ εἶναι προεικόνισις καὶ ἐγγύησις τῆς συναναβάσεως τῶν πιστῶν μὲ τὸν δοξασμένο Κύριο, ὄχι πιὰ στὴν ἐπίγειο Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ στὴν οὐράνιο, στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ Πατέρα μας καὶ Θεό Του καὶ Θεό μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ περιεχόμενο τοῦ θαυμασίου στιχηροῦ ἰδιομέλου τῶν αἴνων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας τοῦ α΄ ἤχου:
«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ⋅ Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ⋅ Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν⋅ καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Ἡ ἀνάμνησις τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ποὺ συνέβησαν, καὶ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ τὴν εἴσοδό Του στὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τὴν προδοσία, στοιβάζονται στὶς δύο πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ὁ Χριστὸς ξηραίνει τὴν ἄκαρπο συκή, σημαίνοντας τὸν κλῆρο τῆς ἀκάρπου συναγωγῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν μοίρα ὅλων ὅσοι θὰ δειχθοῦν ἀνάξιοι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, «δένδρα φθινοπωρινὰ ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα ἐκριζωθέντα».
Ἀκολουθοῦν οἱ τραγικοὶ διάλογοι μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς φαρισαίους, ποὺ προσπαθοῦν νὰ παγιδεύσουν «λόγῳ» τὸν Χριστό, οἱ τελευταῖες παραβολὲς τῆς κατακρίσεως τοῦ δούλου ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντον καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, ἡ πρόρρησις τῆς καταστροφῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου κριτοῦ καὶ τὰ φοβερὰ «Οὐαὶ» κατὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Μ’ ὅλα αὐτὰ συμπλέκεται καὶ ὁ τύπος τοῦ πάσχοντος δικαίου, ἡ μνήμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου. Ἀλλ’ οἱ λόγοι ἐκεῖνοι τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν πόλο καὶ τὸ κυριαρχοῦν θέμα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων.
Τὰς «φέρει» κυρίως ἡ Μεγάλη Τρίτη, ἀλλὰ τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ ἀφήγημα διαποτίζει τὶς ἀκολουθίες καὶ τῶν ἄλλων δύο ἡμερῶν. Εἶναι τὸ ἀφυπνιστικὸ σάλπισμα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. «Χριστὸς ὁ ἐρχόμενος ἐμφανῶς ἤξει καὶ οὐ χρονιεῖ». Εἶναι ὁ «Νυμφίος» τῆς παραβολῆς, ὁ «Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», ὁ Νυμφίος τῆς κάθε ψυχῆς. Καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ τελέση τοὺς μυστικούς Του γάμους ξαφνικά, σὲ ὥρα ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν προσδοκᾶ κανείς: «Ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ τὸν περιμένουν, ποὺ δὲν τοὺς κατέλαβε ἡ ραθυμία τοῦ ὕπνου, ποὺ δὲν τοὺς ἔλειψε τὸ ἔλαιον ἀπὸ τὶς λαμπάδες των. Ἀνάξιοι οἱ δοῦλοι, ποὺ θὰ βρῆ ὁ δεσπότης νὰ ραθυμοῦν καὶ νὰ κοιμοῦνται.
Ὁ νυμφὼν εἶναι στολισμένος τὸ ἔνδυμα τῆς εἰσόδου μας σ’ αὐτὸν πρέπει νὰ εἶναι ἀντάξιο τοῦ γάμου, λαμπρό, καθαρό, φωτοβόλο. Τὸ ζωντανὸ παράδειγμα τοῦ ραθύμου δούλου καὶ τῆς φρονίμου καὶ γρηγορούσης ψυχῆς τὸ δίδει τὸ ἱστορικὸ θέμα τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν σύνδεσμο τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δευτέρου μέρους τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἡ ἁμαρτωλὸς γυναίκα, ποὺ ἄλειψε μὲ μύρα τὸν Κύριο, μὲ τὴν ἐξαίρετο πράξι τῆς συντριβῆς καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης λυτρώνεται ἀπὸ τὰ κακά, καθαρίζει τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς της ἀπὸ τὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ φαινομενικὰ μωρὰ δείχνεται φρόνιμη, ἡ δούλη τῶν παθῶν γίνεται διὰ τῆς μετανοίας ἐλευθέρα – ἕτοιμη γιὰ τὴν ἀπάντησι τοῦ Νυμφίου. Ἀντίθετα ὁ «υιὸς τοῦ νυμφῶνος», ὁ μαθητής, ὁ φίλος, κλείνει μόνος του στὸν ἑαυτό του τὴν θύρα τοῦ νυμφῶνος. Ὁ ἐλεύθερος γίνεται δοῦλος. Ὁ μακάριος γίνεται ἀνάξιος. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἰδιαιτέρως τονίζει τὶς δύο αὐτὲς μορφὲς κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ πάθους.
Γιατὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικὸς εἶναι τόσο ἐνθαρρυντικὸ γιὰ ὅλους μας, γιατὶ δείχνει πὼς ἀπὸ μωροὶ μποροῦμε νὰ γίνωμε φρόνιμοι. Καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰούδα εἶναι τόσο ἐκφοβιστικό, γιατὶ δείχνει πὼς ἀπὸ φρόνιμοι μποροῦμε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ μεταβληθοῦμε σὲ μωρούς. Ἀπὸ τὰ θαυμάσια τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται στὸ θέμα αὐτὸ διαλέγομε ἕνα, τὸ τρίτο ἰδιόμελο τῶν αἴνων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης τοῦ α΄ ἤχου, μὲ τὸ ὁποῖο κλείνομε καὶ τὸ κείμενό μας:
«Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον, τότε ὁ μαθητὴς συνεφώνει τοῖς παρανόμοις· ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον⋅ αὐτὴ τὸν δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ δεσπότου ἐχωρίζετο· αὐτὴ ἠλευθεροῦτο καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ. Δεινὸν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια! ἣν μοὶ δώρησαι, Σωτήρ, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ σῶσον ἡμᾶς».