Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας

Από ΕΔΩ: https://religious.gr/%CE%B2%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BF%CF%82

Ο στύλος της ορθοδοξίας

Αθανάσιον καί θανόντα ζήν λέγω
Οι γάρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες

Παρόλο που ο Αθανάσιος πέθανε, λέω ότι ζει. Διότι οι δίκαιοι ζουν κι όταν πεθάνουν. Στους δύο αυτούς στίχους που προηγούνται του συναξαρίου του στην Ακολουθία του Μηναίου, αξίζει να προσθέσουμε και την αποφθεγματική φράση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, η οποία περιλαμβάνεται στον επιμνημόσυνο λόγο του στον αλεξανδρινό πατέρα και διδάσκαλο της Εκκλησίας μας: Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι” (δηλαδή, επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την αρετή). Εμείς, μη έχοντας αυτή τη δυνατότητα, ας προσπαθήσουμε να εκθέσουμε στο παρόν τευχίδιο κάποιες από τις πτυχές της μεγάλης μορφής, των υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνων και της διδασκαλίας του αγίου Πατρός ημών και μεγάλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Αθανασίου.

Από πληροφορίες που είναι εγκατεσπαρμένες στα γραπτά έργα του ιδίου, αν και όχι συχνές, αλλά και αναφορές άλλων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, έχει συντεθεί ο βίος του Μεγάλου Αθανασίου. Είναι βέβαια αξιοσημείωτο ότι ενώ οι ειδήσεις για τη δράση του κατά την ανδρική περίοδο της ζωής του είναι πολλές, όσες αφορούν στη γέννηση και την παιδική ηλικία του είναι σχετικά λίγες. 

Γεννήθηκε πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια, αφού εκεί κατά τον ιστορικό Σωκράτη (“Εκκλησιαστική Ιστορία” 4, 13) και συγγενείς είχε και πατρικό τάφο διέθετε. Το έτος που ήρθε στη ζωή ήταν το 295 μ. Χ.. Αν οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες ή χριστιανοί μας είναι άγνωστο. Αν είναι όμως πραγματικότητα ή θρύλος αυτό που αναφέρει στην Εκκλησιαστική του Ιστορία ο Ρουφίνος (10, 14), θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι γονείς του ήταν χριστιανοί: Ο Αθανάσιος, λέει, όταν ακόμα ήταν παιδί, παίζοντας με συνομηλίκους του ειδωλολάτρες παρίστανε τον ιερέα και τους βάπτιζε χριστιανούς. Το γεγονός προκάλεσε την περιέργεια και το ενδιαφέρον του τότε αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, που όταν διεπίστωσε ότι ο Αθανάσιος “τελούσε” τη βάπτιση τηρώντας επακριβώς την εκκλησιαστική τάξη, αναγνώρισε το βάπτισμα ως έγκυρο και έθεσε τον Αθανάσιο υπό την προστασία του.

Ενώ για τη μόρφωσή του λίγες ειδήσεις υπάρχουν, αν κρίνουμε από τα συγγράμματά του πρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν είχε στερηθεί ούτε της θύραθεν (κοσμικής), ούτε της θεολογικής παιδείας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει μεν (εγκώμιον είς τον Αθανάσιον, P. G. 35, 1088B) ότι “ετράφη ευθύς έν τοίς θείοις ήθεσι και παιδεόμασιν ολίγα των εγκυκλίων φιλοσοφήσας, του μη δοκείν παντάπασι των τοιούτων απείρως έχειν”, (δηλαδή, ευθύς εξαρχής ανατράφηκε στα θεία ήθη και διδάγματα και απέκτησε λίγες εγκύκλιες γνώσεις, ίσα ίσα να μη φαίνεται ότι έχει πλήρη άγνοιά τους), όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αθανάσιος είχε καταρτισθεί και φιλοσοφικά και θεολογικά,πιθανότατα στην περίφημη θεολογική (κατηχητική) Σχολή της Αλεξάνδρειας.

Την ίδια θέση εκφράζει και ο Μέγας Φώτιος, αφού δέχεται ότι ο Αθανάσιος “χρησιμοποιούσε λογικές μεθόδους.. με φιλοσοφική ικανότητα και μεγαλοπρέπεια, τις δε έννοιες και μόνες τους και σε σχηματισμούς, ενώ τις κατοχύρωνε ακλόνητα με γραφικές μαρτυρίες και αποδείξεις”. (P. G. 103, 420).

Σημαντική επίδραση στο ήθος του έπαιξε και η γνωριμία με τον Μέγα Αντώνιο, του οποίου μάλιστα έγραψε το “Βίο και την πολιτεία” και έστειλε “προς τους εν τη ξένη μοναχούς” της Δύσης. Γράφει, μεταξύ άλλων, στον Πρόλογο ότι αυτά που λέει είναι: “όσα ο ίδιος γνωρίζω (αφού τον έχω δει πολλές φορές) και όσα μπόρεσε να μάθω απ’ αυτόν, αφού ήμουν στην ακολουθία του όχι λίγο χρόνο και έριχνα νερό στα χέρια του”. Αυτή η ιερή επικοινωνία κράτησε μια ζωή, αφού και σαράντα χρόνια αργότερα τον ξανασυνάντησε στην έρημο, ο δε Μέγας Αντώνιος, λίγο πριν το θάνατό του, άφησε στον Αθανάσιο μία από τις δύο μπλωτές του. 

2. Χειροτονείται διάκονος, συμμετέχει στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο

Είναι η δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα και ο Άρειος, κληρικός στην Αλεξάνδρεια, με την αιρετική του διδασκαλία αναστατώνει την Εκκλησία του Χριστού, η οποία προσπαθεί να ηρεμήσει μετά την κατάπαυση των φοβερών διωγμών των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Τώρα η Εκκλησία έχει ν’ αντιμετωπίσει εσωτερικούς εχθρούς, που διχάζουν τους χριστιανούς, γεννούν ανάμεσα στους κληρικούς και τους μοναχούς παρατάξεις, προσεταιρίζονται αυτοκράτορες, πολιτικούς και στρατιωτικούς.

Έτσι εξηγείται γιατί ο Αθανάσιος από πολύ ενωρίς, ως λαϊκός ακόμη, χρειάστηκε να κατεβεί στον πνευματικό στίβο και να αγωνιστεί για την ορθή πίστη. Να την προφυλάξει από την παραχάραξη των αιρετικών. Να τη διατυπώσει με αγιογραφική θεμελίωση και ακρίβεια. Πριν από το έτος 320 έγραψε δύο συγγράμματα με  απολογητικό περιεχόμενο: “Κατά ειδώλων” και “Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου”. Στο πρώτο (που είναι γνωστό και με τον τίτλο “Κατά Ελλήνων” – ειδωλολατρών) βάλλει κατά της μυθολογίας και του πολυθεϊσμού, σεβόμενος όμως την αρχαία φιλοσοφία, ενώ στο δεύτερο ασχολείται με την ενανθρώπηση του Χριστού, τον οποίο οι μεν “Ιουδαίοι διαβάλλουσι και οι Έλληνες χλευάζουσιν, ημείς δε (οι χριστιανοί) προσκυνούμεν”. Πρόκειται ουσιαστικά για την πνευματική ιστορία του ανθρώπου, την πλάση του από τον Θεό, την πτώση και το σκοτισμό του νου και τη σωτηρία του με τον εξιλαστήριο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού.

Για την αντιμετώπιση των αιρετικών διδασκαλιών του Αρείου (που υπεστήριζε ότι ο Χριστός δεν είναι Υιός αλλά κτίσμα του Πατρός) συγκλήθηκαν τοπικές σύνοδοι στην Αλεξάνδρεια, στις οποίες έλαβα μέρος και ο Αθανάσιος, που πιθανώς είχε χειροτονηθεί στο μεταξύ Διάκονος. Το έτος 325 που ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, για την καταδίκη της αρειανικής αίρεσης, συμμετείχε και ο Αθανάσιος, που είχε τότε την ιδιότητα του διακόνου και γραμματέα του πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρου. Έχοντας μάλιστα ασχοληθεί με το ζήτημα του Αρείου, αν και διάκονος ακόμη, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εργασίες της συνόδου, όπως μαρτυρούν πάμπολλες αναφορές σύγχρονων και μεταγενέστερων πηγών. 

Είχε τόσο πολύ απλωθεί η φήμη του ως γενναίου μαχητή και ανυποχώρητου υπερασπιστή της ορθοδόξου πίστεως, ώστε όταν λίγο αργότερα (μάλλον το 328 μ.Χ.) επεβίωσε ο γέροντας πατριάρχης Αλεξανδρείας, με την απαίτηση του λαού εκλέχθηκε διάδοχός του, ο νέος ακόμα στην ηλικία Αθανάσιος.

3. Το έργο του ως πατριάρχης Αλεξανδρείας

Ήταν μόλις 33 ετών όταν χειροτονήθηκε επίσκοπος – πατριάρχης, στις 8 Ιουλίου του 328. Η εκλογή του δεν έγινε σύμφωνα με το ως τότε εφαρμοζόμενο σύστημα (από τους πρεσβυτέρους της Αλεξάνδρειας). αλλά από τους επισκόπους της Αιγύπτου και το λαό, όπως είχε θεσπίσει ο προκάτοχός του Αλέξανδρος. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά που κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λόγος 21, 80, ότι εκλέχθηκε “ψήφω του λαού παντός, ου κατά τον ύστερον νικήσαντα πονηρόν τύπον”.

Αμέσως μετά την εκλογή του άρχισε το ποιμαντικό έργο, μέσα σ’ ένα κλίμα ηρεμίας, που δυστυχώς κράτησε μόνο τα δύο πρώτα χρόνια της πατριαρχίας του. Πολύ επιγραμματικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος περιγράφει (Λόγος 21, 10) ότι στο πρόσωπο του Αθανασίου οι παρθένες βρήκαν το νυμφαγωγό, οι έγγαμες το σωφρονιστή, οι ερημίτες τον αναπτερωτή, οι άνθρωποι του κόσμου το νομοθέτη, οι πρακτικοί τον οδηγό, οι θεωρητικοί το θεολόγο, οι χήρες τον προστάτη, τα ορφανά τον πατέρα, οι αδελφοί τον φιλάδελφο, οι ασθενείς το γιατρό, οι υγιείς το φύλακα της υγείας. 

Επισκέφθηκε τις επαρχίες της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του: Πεντάπολη, Θηβαΐδα, Κάτω Αίγυπτο, Όαση του Αμμών. Μελέτησε τις ανάγκες κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Όταν βρισκόταν στο Σαΐδ ήρθε και τον συνάντησε ο μέγας ασκητής της ερήμου Παχώμιος. Έκτοτε οι δύο άντρες συνδέθηκαν πολύ στενά. Μεριμνώντας ο Αθανάσιος για την διάδοση της χριστιανικής πίστης και έξω από τα όρια της Αιγύπτου και μάλιστα νοτιότερα, χειροτόνησε το Φρουμέντιο επίσκοπο Αυξούμεως (Αξώμης), συντελώντας έτσι στον εκχριστιανισμό της Αιθιοπίας.

Ενώ όμως τόσο λαμπρό και πολύπτυχο ήταν το έργο που είχε ξεκινήσει ο Αθανάσιος στην Αλεξάνδρρεια, οι διωγμοί που μηχανεύθηκαν εναντίον του οι Αρειανοί ξέσπασαν το έτος 330 (ή 331) και επρόκειτο να έχουν πολλές και μακρόχρονες φάσεις.

4. Διωγμοί και εξορίες

Μετά την καταδίκη του από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της. Αν και καθαιρέθηκε και εξορίστηκε δεν μετανόησε. Αντίθετα υποκρίθηκε ότι αποδέχεται την ορθόδοξη περί του Υιού διδασκαλία. Υπέβαλε (το 330 ή 331 μ.Χ.) ομολογία πίστεως, αποφεύγοντας προσεκτικά να αναφέρει σ’ αυτήν εκφράσεις που τον είχαν εκθέσει (όπως “κτίσμα”, “εξ ετέρας ουσίας”, “ην ποτέ χρόνος, ότε ούκ ήν ο Υιός” κλπ.), όπως δεν περιέλαβε και διατυπώσεις ορθόδοξες (“ομοούσιος”, “εκ της αυτής ουσίας”, “εκ της ουσίας του Πατρός” κλπ. Αυτά που ανέφερε πάντως ήταν διφορούμενα τουλάχιστον γι’ αυτούς που ήταν γνώστες της ουσίας του θέματος.

Την ομολογία πίστεως του Αρείου έκανε δεκτή ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, επηρεασμένος και από τον Ευσέβιο Νικομηδείας που ήταν συγγενείς της βασιλικής οικογενείας και ένας από τους επικεφαλής των Αρειανών κακοδόξων. Ο Κωνσταντίνος διέταξε να γίνει δεκτός ο Άρειος σε εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος όμως διαβλέποντας την απάτη του Αρείου και όσων τον ακολουθούσαν και με δικαιολογία ότι αυτός είχε καταδικαστεί από οικουμενική σύνοδο, απάντησε σε σχετικό γράμμα του αυτοκράτορα ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ της Ορθοδόξου (καθολικής) Εκκλησίας και μιας αίρεσης που μάχεται και απορρίπτει τη θεότητα του Χριστού.

Η ευκαιρία που περίμεναν ο Άρειος, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, άλλοι αρειανοί επίσκοποι και οι φανατισμένοι οπαδοί τους είχε δοθεί. Αφού είχαν όλοι αυτοί συνασπιστεί και με την αίρεση των Μελιτιανών έστειλαν αντιπροσωπεία τους στον Κωνσταντίνο και κατηγόρησαν τον Αθανάσιο ότι δήθεν είχε αυθαίρετα επιβάλλει στην Αλεξάνδρεια φόρους για λογαριασμό της Εκκλησίας, ότι τάχα είχε προσφέρει σε κάποιο στασιαστή “λάρνακα χρυσίου μεστήν” για να κάνει εξέγερση κ.ά. Ο Κωνσταντίνος, παρά την εκτίμηση και το θαυμασμό του προς τον Αθανάσιο, υποχώρησε στις πιέσεις, υιοθέτησε τις κατηγορίες και διέταξε να συγκληθεί σύνοδος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης για να εξετάσει το θέμα και να λάβει σχετικές αποφάσεις.

Ο Αθανάσιος, όντας βέβαιος για την σε βάρος του σκευωρία δεν πήγε στη σύνοδο και ο Κωνσταντίνος όρισε ως νέο τόπο των εργασιών της την Τύρο της Φοινίκης, απειλώντας τον πατριάρχη Αλεξανδρείας πως θα τον προσαγάγουν δια της βίας αν δεν πήγαινε με τη θέλησή του. Εκείνος πήγε και όπως φοβόταν έγινε: Στη σύνοδο ήταν παρόντες 60 επίσκοποι, όλοι οπαδοί του Αρείου. Οι εχθροί του μεγάλου πρόμαχου της Ορθοδοξίας στις παλιές κατηγορίες πρόσθεσαν και νέες. Οι πιο χαρακτηριστικές, γιατί δείχνουν τη σατανική εφευρετικότητα τους είναι οι εξής:

Το κατηγόρησαν ότι αφού σκότωσε κάποιον επίσκοπο, τον Αρσένιο, που ανήκε πριν στο σχίσμα του Μελετίου, έκοψε το δεξί του χέρι και το χρησιμοποιούσε για μαγεία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος διέταξε ανακρίσεις, διαπιστώθηκε ότι ο Αρσένιος ζούσε και τον έφεραν στην σύνοδο. Ο Αθανάσιος δείχνοντας τα δυο χέρια του Αρσενίου είπε στους αδιάντροπους κατηγόρους του: “άλλην χείρα ζητείτω μηδείς, δύο γαρ ανθρώπων έκαστος παρά του ποιητού των όλων εδέξατο χείρας”.

Οι αρειανοί όμως, ανεξάντλητοι συκοφάντες δεν σταμάτησαν τις ραδιουργίες τους προκειμένου να συντρίψουν, αν ήταν δυνατόν, τον ανυποχώρητο πρόμαχο της ορθής πίστεως. Όπως αναφέρουν ο Ρουφίνος και άλλοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί, έφεραν στη σύνοδο μια ανήθικη γυναίκα που φώναζε ότι την είχε διαφθείρει ο Αθανάσιος με βία. Τότε εκείνος πήρε μαζί του έναν ιερέα φίλο του, τον Τιμόθεο, και πήγε στη σύνοδο. Ο Τιμόθεος, ενώ ο Αθανάσιος δεν μιλούσε, ρώτησε τη γυναίκα: σε συνάντησα εγώ ποτέ, ήρθα στο σπίτι σου;”. Αυτή, επειδή δεν γνώριζε ούτε κατ’ όψιν τον Αθανάσιο είπε στον Τιμόθεο, περνώντας τον για τον κατηγορούμενο πατριάρχη: “Συ μου την παρθενίαν αφείλου, συ με της σωφροσύνης εγύμνωσας” (δηλαδή, εσύ μου πήρες την παρθενία, εσύ με ξεγύμνωσες από την σωφροσύνη μου). Έτσι αποκαλύφθηκε και αυτή η φοβερή συκοφαντία των αρειανών.

Ο Μέγας Αθανάσιος, για να σωθεί από τις ραδιουργίες και από τη απειλή να τον φονεύσουν, μπήκε σε καράβι που ταξίδευε για την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να παρουσιαστεί στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και να ζητήσει την προστασία του. Πρόλαβαν όμως και πάλι οι αιρετικοί και με ψεύτικες κατηγορίες έπεισαν τον βασιλιά όχι μόνο να μην τον δεχτεί σε ακρόαση, αλλά να διατάξει και την εξορία του στη Γαλατία. Εκεί όμως τόσο ο άρχοντας Κωνσταντίνος ο νεότερος (γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου), όσο και ο επίσκοπος Μαξιμίνος υποδέχθηκαν τον Αθανάσιο με μεγάλες τιμές, γιατί εκτιμούσαν τους αγώνες του.

Αυτή ήταν η πρώτη εξορία, που κράτησε 2 χρόνια και 4 μήνες. Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (το έτος 337 μ.Χ.) και ήδιστα αυτόν εδέξατο ο των Αλεξανδρέων λαός”, όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης (2, 3).

Δεύτερη εξορία. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά την επιστροφή του και οι αρειανοί δεν έμειναν άπραγοι. Ξανάρχισαν τις σε βάρος του συκοφαντίες, ότι δήθεν ήταν υποκινητής ταραχών, φόνων και στάσεων και ότι είχε χειροτονηθεί χωρίς τη “γνώμη κοινού συνεδρίου των επισκόπων”. Ο Αθανάσιος για να τους αντικρούσει συγκάλεσε στην Αλεξάνδρεια σύνοδο 100 επισκόπων (το έτος 339 μ.Χ.), η οποία αφού απέδειξε ότι όλες οι σε βάρος του κατηγορίες είναι ανυπόστατες, αποφάνθηκε ότι αξιοθρήνητα δεν είναι όσα κάνει ο Αθανάσιος, “αλλά τα παρ’ αυτών γενόμενα”. Οι αρειανοί συγκρότησαν δική τους σύνοδο στην Αντιόχεια, καθαίρεσαν τον Αθανάσιο, όρισαν ως επίσκοπο Αλεξανδρείας τον ημιαρειανό Ευσέβιο τον Εμισηνό και, μετά την άρνηση του, το Γρηγόριο τον Καππαδόκη. Ο Αθανάσιος αναγκάστηκε και πάλι να πάρει τον δρόμο της εξορίας (αρχές του 340 μ.Χ.), ενώ αμέσως εγκαταστάθηκε ο Γρηγόριος ο Καππαδόκης, με τη βία στρατιωτικής συνοδείας, παρά τη γενναία αντίδραση των ορθοδόξων, οι οποίοι υπέστησαν πολλά εκ μέρους των αρειανών, που βοηθούσαν και οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι. Το τι υπέστησαν οι ορθόδοξοι περιγράφεται με ζωντάνια στην εγκύκλιο επιστολή προς τους επισκόπου που έστειλε αργότερα ο Αθανάσιος.

Ο εξόριστος πατριάρχης κατέφυγε στη Ρώμη, όπου βρίσκονταν και άλλοι ορθόδοξοι επίσκοποι της Ανατολής. Έγινε δεκτός με τιμές και αγάπη. Ο πάπας Ιούλιος συγκάλεσε σύνοδο ( 341 μ.Χ.) που διακήρυξε την αθωότητα του Αθανασίου και αποφάνθηκε ότι αυτός είναι ο κανονικός επίσκοπος Αλεξανδρείας. Η ανάμιξη όμως των πολιτικών αρχόντων, εξαιτίας της πίεσης που ασκούσαν οι αρειανοί, περιέπλεξε εκ νέου το θέμα. Ο Κωνστάντιος, μόνος αυτοκράτορας στο δυτικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους, πιεζόμενος από τον αδελφό του Κώνστα, αυτοκράτορα στο ανατολικό τμήμα, συγκάλεσε το 243 μ.Χ. άλλη σύνοδο στη Σαρδική (σημερινή Σόφια), όπου οι μεν 399 δυτικοί επίσκοποι ανανέωσαν την απόφαση της συνόδου της Ρώμης, ενώ πολλοί από τους ανατολικούς που ήταν συνολικά 76 αποχώρησαν, έκαναν άλλη σύνοδο στη Φιλιππούπολη και ανανέωσαν την καθαίρεση του Μεγάλου Αθανασίου, αφόρισαν δε και τον πάπα Ιούλιο, τον όσιο επίσκοπο Κορδούης και άλλους ομόφρονές τους.

Έτσι η δεύτερη εξορία του Αθανασίου παρατάθηκε ως το έτος 346 μ.Χ. Όμως η παραμονή του στη Ρώμη υπήρξε αφορμή να γνωρίσει καλά και να εκτιμήσει η δυτική χριστιανοσύνη τον εκεί περιφρονημένο μέχρι τότε μοναχικό βίο. Πρώτη φορά οι Ρωμαίοι άκουσαν από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας για το μοναχισμό, μετά δε το θάνατο του Μεγάλου Αντωνίου (το 356) συνέταξε ο Αθανάσιος το “Βίο και την πολιτεία” του καθηγητού αυτού της ερήμου, μάλλον κατά παράκληση μοναχών της Δύσης.

Μετά από συνεννόηση των αυτοκρατόρων του ανατολικού και δυτικού τμήματος του ρωμαϊκού κράτους και αφού στο μεταξύ είχε πεθάνει ο αντιπατριάρχης Αλεξανδρείας Γρηγόριος, επιτρέπει στον Αθανάσιο να επανέλθει από την εξορία στο θρόνο του. Πράγμα που έγινε τον Οκτώβριο του έτους 235. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν θριαμβευτική, περιγράφεται δε με συγκλονιστικές εικόνες και λεπτομέρειες από τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο (“Είς Αθανάσιον”, κεφ. 27 και 29).

Τρίτη εξορία. Ο Αθανάσιος επιδόθηκε αμέσως στο ποιμαντικό του έργο, χωρίς να παύσει το κήρυγμα, τις συγγραφές και τους αγώνες του για τον προάσπιση και κατοχύρωση της ορθόδοξης πίστης, την οποία απειλούσαν αδιάκοπα τόσο οι αιρετικοί, όσο και άλλες αιρετικές διδασκαλίες. Γι’ αυτό και πολύ λίγο μπόρεσε να μείνει χωρίς ταραχές στον πατριαρχικό θρόνο. Μόλις το 350 δολοφονήθηκε ο Κώνστας και μονοκράτορας πλέον έμεινε ο Κωνστάντιος, που ήταν φίκος των αρειανών, εκείνοι άρχισαν και πάλι να κατηγορούν τον Αθανάσιο και να προσπαθούν να τον εξοντώσουν. Με δύο συνόδους που έκαναν (στην Αρελάτη το 353 και στα Μεδιόλανα το 355) τον καταδίκασαν σε νέα καθαίρεση. Στις 8 Φεβρουαρίου του 356 ο στρατηλάτης Συριανός με 5000 στρατιώτες ξιφοφόρους περικύκλωσαν το ναό του αγίου Θεωνά, όπου ο Αθανάσιος τελούσε παννυχίδα παρουσία πολλών ορθοδόξων, και κακοποίησαν όσους μπόρεσαν. Φίλοι και αφοσιωμένοι στον Αθανάσιο χριστιανοί τον φυγάδευσαν από το ναό στην έρημο, όπου πέρασε έξι χρόνια (356-362), με κινδύνους και στερήσεις, αλλά και με αξιοθαύμαστο ποιμαντικό και συγγραφικό έργο.

Οι ελέγχοντες την κατάσταση εγκατέστησαν επίσκοπο Αλεξανδρείας κάποιον Γεώργιο, τον οποίο ο Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει “τέρας Καππαδόκιον, πονηρόν το γένος, πονητότερον την διάνοιαν”. Αυτός καταδίωξε πολύ σκληρά τους ορθοδόξους. Σε 20 μήνες αναγκάσθηκε να φύγει από την Αλεξάνδρεια και όταν ζήτησε να επιστρέψει σκοτώθηκε από το πλήθος σε κάποια στάση του. Στο μεταξύ πέθανε και ο αυτοκράτορας Κώνστας και το Φεβρουάριο του 362 ο Αθανάσιος επανήλθε από την έρημο στον πατριαρχικό θρόνο.

Τέταρτη εξορία. Στον αυτοκρατορικό τώρα θρόνο είχε καθίσει ο Ιουλιανός, που αποκλήθηκε Παραβάτης. Ενώ δε ο Αθανάσιος μεριμνούσε με όλες τις δυνάμεις για να αποκαταστήσει την εκκλησιαστική τάξη και με τη ζωή και το κήρυγμα του συντελούσε στο να ασπάζονται τη χριστιανική πίστη πολλοί ειδωλολάτρες, τα αντίθετα επεδίωκε ο Ιουλιανός. Όντας ο ίδιος ειδωλολάτρης, αγωνιζόταν να επαναφέρει την αρχαία πολυθεϊστική θρησκεία στο προσκύνιο. Γι’ αυτό και όταν πληροφορήθηκε για την δράση του Αθανασίου και τα αποτελέσματα της μεταξύ των εθνικών (ειδωλολατρών) και ειδικά επειδή “ετόλμησεν ελληνίδας γυναίκας των επισήμων βαπτίσαι” (δηλαδή, τόλμησε να βαπτίσει χριστιανές κάποιες γυναίκες που ανήκαν στην ανώτερη τάξη των ειδωλολατρών), έδωσε εντολή να εξοριστεί και πάλι από την Αλεξάνδρεια.

Φεύγοντας από την πόλη (Οκτώβριος 362) κι ενώ αποχαιρετούσε τους ορθοδόξους είδε πολλούς απ’ αυτούς δακρυσμένους. Τους παρηγόρησε με την παροιμιώδη φράση: “Θαρρείτε νεφύδριον έστι και θάττον παρελεύσεται” (έχετε θάρρος, συννεφάκι είναι και γρήγορα θα περάσει). Εξόριστος και πάλι πήγε στην περιοχή της Θηβαΐδας και φιλοξενήθηκε από τους εκεί ασκητές, μέχρι που “πέρασε το νεφύδριο” του Ιουλιανού, ο οποίος πέθανε το επόμενο έτος 363. Ο διάδοχός του Ιοβιανός (363-364) επέτρεψε στον Αθανάσιο να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. 

Πέμπτη εξορία. Και πάλι λίγο κράτησε η ηρεμία στο θρόνο. Τον Ιοβιανό διαδέχτηκε ο Ουαλεντιανός Α’ (364-375), που ονόμασε συνάρχοντά του στην Ανατολή τον αδελφό του Ουάλεντα. Αυτός ήταν οπαδός του Αρείου και ο Αθανάσιος αναγκάσθηκε για πέμπτη φορά να πάρει το δρόμο της εξορίας, τον Οκτώβριο του έτους 365. Αυτή τη φορά, όπως αναφέρουν κάποιοι, κρυβόταν “εν πατρώω μνήματι”. Αλλά μέσα σε τέσσερις μήνες, επειδή ο Ουάλης φοβήθηκε μήπως από την αγανάκτηση “στασιάσουν” οι ορθόδοξοι φίλοι του Αθανασίου, ανακάλεσε την απόφαση του και ο πατριάρχης επανήλθε στον θρόνο του. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό του (2 Μαΐου 373) έμεινε χωρίς διωγμούς και επιτελούσε το έργο του. Σημειώνεται πάντως ότι διετέλεσε πατριάρχης Αλεξανδρείας επί 46,5 χρόνια, από τα οποία όμως βρισκόταν σε εξορίες 16 χρόνια και 2 μήνες.

Οι πέντε εξορίες του Μεγάλου Αθανασίου:

  • Α’ Ιούλιος 335 – Νοέμβριος 337
  • Β’ Μάρτιος 340 – Οκτώβριος 346
  • Γ’ Φεβρουάριος 356 – Φεβρουάριος 362
  • Δ’ Οκτώβριος 362 – Σεπτέμβριος 363
  • Ε’ Οκτώβριος 365 – Ιανουάριος 366

5. Συγγραφικό έργο

Αν κάποιος λάβει υπόψη ότι ο Μέγας Αθανάσιος είχε τόσες περιπέτειες, διωγμούς, εξορίες και ταλαιπωρίες, πραγματικά θαυμάζει για το πότε εύρισκε το χρόνο, αλλά και πως εύρισκε τη δύναμη να ποιμάνει το χριστεπώνυμο πλήρωμα και ταυτόχρονα να συγγράψει και να μας αφήσει ένα πλουσιότατο έργο από πλευράς ποσότητας αλλά και ποιότητας. Σημαντικός παράγοντας – πλην του θείου φωτισμού – υπήρξε γι’ αυτό η μόρφωσή του, η τέλεια γνώση των Γραφών, η κατοχή της κλασικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας και η ικανότητα του να συζητά και να διαπραγματεύεται δύσκολα θέματα. Παρόλο ότι δεν διασώθηκαν όλα τα έργα του και από τα διασωθέντα μερικά συμπληρώθηκαν από μεταγενέστερους ή νοθεύτηκαν από αιρετικούς ή και αποδόθηκαν σ’ αυτόν χωρίς να είναι γνήσια δικά του, εντούτοις η αξία του συγγραφικού του έργου είναι τεράστια και αποφασιστική υπήρξε η συμβολή τους στην κατοχύρωση της ορθοδόξης πίστης και την απόκρουση των αιρετικών.

Ανάλογα με το περιεχόμενό τους οι πατρολόγοι κατατάσσουν τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου σε πέντε ενότητες: Απολογητικά υπέρ του χριστιανισμού, Αντιαιρετικά, Ερμηνευτικά, Ασκητικά και Πρακτικά – Επιστολές. Στη συνέχεια θα γίνει λόγος για ορισμένα απ’ αυτά:

Την πρώτη συγγραφική του εμφάνιση έκανε νεότατος ο Μέγας Αθανάσιος, προτού ξεσπάσει η αρειανική αίρεση. Γι’ αυτό και το πρώτο έργο στρέφεται Κατά των Ελλήνων*, θέλοντας ν’ αποδείξει ότι ο πολυθεϊσμός είναι κενός περιεχομένου, στερείται ηθικής και πολλά στοιχεία του αλληλοσυγκρούονται, σε αντίθεση με το χριστιανικό μονοθεϊσμό.


Δεν εννοούνται οι Έλληνες ως λαός, όπως κακόπιστοι επιχειρηματολογούν και σήμερα κάποιοι για να στηρίζουν την πολεμική τους κατά του Χριστιανισμού, ότι δήθεν έπληξε τον Ελληνισμό. Με τον όρο Έλληνες οι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων χαρακτηρίζουν τους εθνικούς, δηλαδή τους ειδωλολάτρες.


Το δεύτερο έργο του επιγράφεται “λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου”. Σ’ αυτό συνοψίζει την διδασκαλία της Εκκλησίας για την σωτηρία του ανθρώπου. Αρχίζει από τη δημιουργία του κόσμου “εκ του μηδενός”, αναπτύσσει τα σχετικά με την πτώση των πρωτοπλάστων, την δυστυχία που ακολούθησε επειδή οι άνθρωποι αδιαφόρησαν για τα πνευματικά και προσκολλήθηκαν στα υλικά αγαθά, καθώς και την απομάκρυνσή τους από το Θεό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον αφανισμό τους με το φυσικό και τον πνευματικό θάνατό τους. Ο Θεός όμως έλαβε πρόνοια για τον άνθρωπο αποκαλύπτοντας τον εαυτό του με την βοήθεια των κτισμάτων, της παράδοσης του Νόμου και της αποστολής των Προφητών. Κι επειδή αυτά δεν αποδείχτηκαν επαρκή, ενανθρώπησε ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού. Έλαβε σώμα που μπόρεσε να πεθάνει για να το καταστήσει, με την ανάσταση του, αθάνατο. Νίκησε τους δαίμονες κι επανέφερε τον άνθρωπο στην αλήθεια που σώζει. ” Ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν”, όπως γράφει. Με το έργο του ελέγχει “την απιστίαν των Ιουδαίων και την των Ελλήνων χλεύην”. 

Σημαντικό τμήμα της συγγραφικής δράσης του αναφέρεται στην αρειανική αίρεση και σε θέματα σχετικά μ’ αυτήν. Με τα έργα του ο Μέγας Αθανάσιος αφενός αποκρούει με επιχειρήματα τις αρειανικές κακοδοξίες και εκθέτει την ορθόδοξη διδασκαλία, αφετέρου απολογείται για τις κατηγορίες και συκοφαντίες με τις οποίες ήθελαν να τον εξοντώσουν∙ και εκθέτει τα σχετικά με την έριδα είτε σε επιστολές είτε σε συνοδικές εγκυκλίους.

Από τα αντιαιρετικά μνημονεύουμε: “4 Λόγοι κατά Αρειανών”, καθαρά θεωρητικό έργο. Υπερασπίζεται την διδασκαλία της Α’ οικουμενικής συνόδου (325) εναντίον των σοφιστειών του Αρείου, που προσπαθούσε με παρερμηνείες αγιογραφικών χωρίων να στηρίζει τις κακοδοξίες. Στο έργο αυτό καταπολεμεί επίσης και κακοδοξίες του Σαβελλίου και του Παύλου Σαμοσάτεως. 

“Απολογητικός κατά των Αρειανών”, στον οποίον με επίσημα έγγραφα και επιστολές ανασκευάζει τις κατηγορίες που του είχαν προσάψει και είχαν συζητηθεί στις συνόδους Τύρου και Σαρδικής. 

“Απολογία προς τον βασιλέα Κωνστάντιον”. Ανακατασκευάζει τις πολιτικές σε βάρος του κατηγορίες, με τις οποίες οι εχθροί του ήθελαν να τον καταστήσουν ύποπτο ενώπιον του αυτοκράτορα.

“Απολογία περί της φυγής αυτού”, κατά το έτος 356, όταν φυγαδεύθηκε από το ναό του αγίου Θεωνά. Οι εχθροί του αρειανοί τον κατηγορούσαν ότι έφυγε από δειλία. Ο Μέγας Αθανάσιος αναιρεί την κατηγορία, αναφέροντας πλήθος βιβλικών παραδειγμάτων “φυγής” προ των διωκτών. Υποστηρίζει ότι “ει το φυγείν φαύλον, πολλώ χείρον το διώκειν … παυέσθωσαν οι επιβουλεύοντες και παύσονται οι φεύγοντες ευθύς”.

Από τα ερμηνευτικά έργα τα περισσότερα έχουν απωλεσθεί. Διασώθηκαν αποσπάσματα ερμηνείας των Ψαλμών, από τα οποία φαίνεται ότι προτιμούσε την αλληγορική ερμηνεία, ενώ στην Επιστολή του προς τον Μαρκελλίνο υπογραμμίζει την μεγάλη αξία των Ψαλμών.

Στα ασκητικά και πρακτικά έργα κατατάσσονται: “Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου, συγγραφείς και αποσταλείς προς του εν τη ξένη μοναχούς”, πιθανότατα της Δύσης. Έργο που συνετέλεσε στο ν’ αυξηθεί ο θαυμασμός προς το μοναχικό βίο. Άλλο έργο: Περί παρθενίας, ήτοι περί ασκήσεως ή Λόγος σωτηρίας προς την παρθένον. Εξαιρεί την παρθενία και ρυθμίζει το βίο των μοναζουσών.

Τέλος από τις Επιστολές του διακρίνονται οι εορταστικές, προς το μοναχό Αμμούν, προς το Ρουφινιανό, προς το Σεραπίωνα, προς τον Επίκτητο, προς τον Αδέλφιο, προς το Μάξιμο και προς το Δρακόντιο.

6. Η διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου

Είναι σημαντικότερη η συνεισφορά του Μεγάλου Αθανασίου στην ερμηνεία ή την ακριβή διατύπωση όρων και εκφράσεων που αναφέρονται στο περιεχόμενο του δόγματος, αν ληφθεί υπόψη ότι ο 4ος αιώνας κατά τον οποίο έζησε υπήρξε περίοδος που εμφανίσθηκαν μεγάλες αιρέσεις και προέκυψε η ανάγκη κατοχύρωσης της Πίστης και διατύπωσης των δογμάτων της. Από το πλουσιώτατο έργο του μπορεί να συντεθεί και η διδασκαλία του σε κεφαλαιώδη θέματα  όπως:

– Η Τριαδικότητα του Θεού. Ο Θεός είναι ένας αλλά με τρία πρόσωπα. Ο Πατέρας γέννησε τον Υιό όχι κατά θέληση αλλά κατά την φύση. Ο Υιός δεν είναι κτίσμα του Πατέρα αλλά εικόνα και ομοίωση του Πατέρα (ο άνθρωπος απλά είναι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”). Το Άγιο Πνεύμα είναι επίσης εικόνα του Υιού και είναι επίσης Θεός, άναρχος όπως και τ’ άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Τόσο η θέληση όσο και η ενέργεια των Τριών είναι ενιαία, αλλά όταν εκδηλώνεται η ενέργειά τους, εκδηλώνεται ιδιαίτερα από τα πρόσωπα.

– Η Γνώση του Θεού. Ενώ ο άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί στην γνώση του Θεού με την βοήθεια των πνευματικών του δυνάμεων, αφού ο δρόμος για το Θεό “εντός ημών εστί”, στην περίπτωση που αμελήσει και δεν ακολουθήσει την οδό αυτή, μπορεί να γνωρίσει τον Θεό και μέσω των έργων της φύσης. Η γνώση βέβαια αυτή είναι ατελής, αφού δεν φτάνει στην ουσία. η θεότητα ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης λογικής.

– Η Παράδοση της Εκκλησίας. Με τον όρο τούτο ο Μέγας Αθανάσιος εννοεί την Αγία Γραφή όσο και την Παράδοση των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι διάδοχοί Του. Σ’ αυτή την Παράδοση είναι θεμελιωμένη η Εκκλησία του Χριστού. Όποιος ξεφεύγει από την Χριστιανική Παράδοση χάνει την ιδιότητα του χριστιανού. Τη δογματική διδασκαλία μόνον η Εκκλησία έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να διατυπώνει.

– Ο άνθρωπος. Κατά τον Μέγα Αθανάσιο., ο άνθρωπος αποτελούμενος από σώμα και ψυχή πλάστηκε από τον Θεό “κατ’ εικόνα” του. Ο Λόγος είναι εικόνα του Θεού, ενώ ο άνθρωπος κατ’ εικόνα του Θεού. Επειδή η  ψυχή είναι “αυτοκίνητη” ζει και μετά το θάνατο του σώματος. Η ίδια δεν πεθαίνει όπως το σώμα, όταν αναχωρήσει απ’ αυτό η ψυχή. Η αθανασία της δεν οφείλεται στην φύση της αλλά στο ότι έτσι θέλησε ο Θεός.

Επειδή η ψυχή είναι λογική και αθάνατη μπορεί να σκέπτεται και να κατανοεί τα θεία, γεγονός που αποδεικνύει ότι στον άνθρωπο υπάρχει ένα στοιχείο που ξεπερνά τα γήινα μέτρα. Τόσο ο άνθρωπος όσο και τα άλλα όντα είναι “καλά λίαν”, αφού έτσι τα δημιούργησε ο Θεός. το κακό είναι “επίνοια” του ανθρώπου και οφείλεται στο αυτεξούσιο του και την κακή χρήση του. Ουσία της αμαρτίας είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και η προσκόλληση σε πράγματα που δεν είναι του Θεού.

– Η ενανθρώπηση του Λόγου. Κεντρική ιδέα της διδασκαλίας του Μεγάλου Αθανασίου είναι ότι ο Ιησούς Χριστός “υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ών ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ίνα μάλλον ημάς θεοποιήση” (Λόγος κατά Αρειανών 1,30). Τον πεπτωκότα άνθρωπο μόνον ο Θεός, που θα γινόταν με τρόπο φυσικό άνθρωπος, θα μπορούσε να σώσει. Όχι άνθρωπος ή κάτι άλλο που θα ήταν ανίκανος να μεταδώσει εκείνο που δεν του άνηκε. Το κύριο σφάλμα του Αρείου ήταν ότι με το να δέχεται ότι ο Υιός ήταν κτίσμα που ανυψώθηκε στη θεία τιμή και με το να λατρεύει έτσι ως θεό ένα κτίσμα, καταντούσε στη λατρεία των δημιουργημάτων, δηλαδή στην ειδωλολατρία των εθνικών. Μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, δίδασκε ότι πρέπει να συναριθμείται και να συνδοξάζεται και το Άγιον Πνεύμα, αφού “της αυτής θεότητός έστι και της αυτής ουσίας”. Τόσο πολύ η Αγία Τριάδα είναι “αδιαίρετος και ηνωμένη προς αυτήν”, που όταν λέμε Πατέρα εννοούμε και Υιό και Άγιον Πνεύμα και αντίστροφα, διότι “μια θεότης έστιν εν Τριάδι”.

7. Οι δύο ετήσιες εορτές του

Στο ορθόδοξο εορτολόγιο υπάρχουν δύο εορτές προς τιμήν του Μεγάλου Αθανασίου: Στις 2 Μαΐου και στις 18 Ιανουαρίου.

Στις 2 Μαΐου το “Μηναίον” αναγράφει: “Μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του εν αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου του μεγάλου, πατριάρχου Αλεξανδρείας”. Όμως είναι μαρτυρημένο και γνωστό ότι στις 2 Μαΐου εκοιμήθη εν Κυρίω ο μεγάλος αυτός άγιος. Σε Κώδικα των Καυσοκαλυβίων περιέχεται στις 2 Μαΐου η εξής αναφορά: “Την σήμερον εστί η κοίμησις του αγίου Αθανασίου κατά τινάς· διό και σήμερον η καθ’ εαυτού μνήμη δεί εκτελείσθαι και ουχί η ανακομιδή των λειψάνων, περί ης ούδε μικράν ιστορικήν σημείωσιν έχομεν ….”. Εντούτοις υπάρχει και αντίθετη άποψη (Λαυριωτικός Κώδιξ) που υποστηρίζει: “Δέχου συν άλλοις οις έχεις σεβασμίοις, πόλις βασιλίς, νεκρόν Αθανασίου”. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ούτε στην Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου της 2ας Μαΐου, ούτε στο σχετικά εκτενές Συναξάριο του “Μηνιαίου”, γίνεται λόγος ή η παραμικρή νύξη για ανακομιδή του λειψάνου του. Επομένως θα ήταν ορθότερο να δεχθούμε ότι στις 2 Μαΐου τιμάται η μνήμη της κοιμήσης του Αγίου.

Στις 18 Ιανουαρίου άγεται η μνήμη “των εν αγίοις Πατέρων ημών Αθανασίου και Κυρίλλου, πατριαρχών Αλεξανδρείας”. Ο συνεορτασμός την ίδια ημέρα των δύο αυτών μεγάλων πατριαρχών αποτελεί ένα αγιολογικό πρόβλημα. Είναι άγνωστο πότε και γιατί καθιερώθηκε. Οι πιθανότητες αναφέρονται είναι οι εξής: Ότι στις 18 Ιανουαρίου χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Ότι την ημέρα αυτή εκοιμήθη εν Κυρίω, όπως αναφέρεται σε αρχαίο ημερολόγιο της Νεαπόλεως. Τέλος, ότι καθορίστηκε ο συνεορτασμός των δύο πατριαρχών κατ’ απομίμηση ο συνεορτασμός των δύο πατριαρχών κατ’ απομίμηση του συνεορτασμού των Τριών Ιεραρχών (30 Ιανουαρίου). Οι εκδοχές όμως αυτές είναι αστήρικτες και το θέμα παραμένει χωρίς πειστική απάντηση.

8. Η εικονογράφηση του Αγίου

Η συνήθης απεικόνιση του μεγάλου πατριάρχη της Αλεξάνδρειας Αθανασίου εμφανίζεται με δύο μορφές. Είτε μεταξύ των μεγάλων Ιεραρχών Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κυρίλλου Αλεξανδρείας και άλλων στο εσωτερικό της κόγχης του ιερού Βήματος, στην παράσταση του “μελισμού”, είτε σε “κατ’ ενώπιον” απεικόνιση κυρίως σε φορητές εικόνες.

Στην πρώτη περίπτωση, όπως και οι άλλοι ιεράρχες, φέρει πλήρη λειτουργική αμφίεση (στιχάριο, επιτραχήλιο, φελόνιο, πολυσταύριο, ωμοφόριο, επιγονάτιο και επιμανίκα). Είναι ελαφρώς στραμμένος προς το κέντρο της κόγχης, σε στάση δεήσεως, με ελαφρά κάμψη της κεφαλής. Στα χέρια του κρατάει ειλητάριο, στο οποίο αναγράφονται αποσπάσματα από λειτουργικές αυχές, όπως: “ώστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσιν εις νήψιν ψυχής …”, ή “ο τας κοινάς ταύτας και συμφώνους ημίν χαρισάμενος…”. ή “πάλιν και πολλάκις σοι προσπίπτομεν….”, κ.λπ.

Στις “κατ’ ενώπιον” (κατά μέτωπον) απεικονίσεις του, παριστάνεται όπως περιγράφεται στον Συναξάριό του: “μετρίου ύψους, με ελαφρώς παχύ σώμα. Είχε σκυφτούς ώμους, χαρωπό πρόσωπο και ωραίο χρώμα, αλλά αρκετή φαλάκρα. Η μύτη του ήταν κυρτή, τα γένια του όχι μακριά, αλλά πολύ πυκνά και κάλυπταν τα μάγουλα του. Ήταν μικρόσωμος, όχι πολύ λευκός, αλλ’ είχε ένα πολύ ωραίο υπόξανθο χρώμα”. Ενώ όμως υστερούσε, κατά κάποιο τρόπο, από πλευράς σωματικής διάπλασης, επιβαλλόταν με το πνευματικό του ανάστημα.

9. Το “Αθανασιανό” Σύμβολο της Πίστεως*

* Στο Μέγα Αθανάσιο αποδίδεται το Σύμβολο αυτό της Πίστεως, που εδώ παρατίθεται στη νέα ελληνική. Βλέπε περισσότερα στο έργο μας, “Σύμβολα Πίστεως, δογματικοί όροι και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων”, Σειρά “Η σοφία των Πατέρων” αριθμός 8, “Λύχνος”, Αθήνα 2004. 

1 Όποιος θέλει να σωθεί, είναι ανάγκη προπαντός να φυλάσσει την ορθόδοξη πίστη, 2 την οποία αν κάποιος δεν φυλάξει σώα και καθαρή, οπωσδήποτε χάνεται αιώνια.

3. Και ορθόδοξη πίστη είναι αυτή: Το να λατρεύουμε ένα Θεό που είναι Τριάδα και μία Τριάδα που είναι Μονάδα, 4 χωρίς να συγχέουμε τις υποστάσεις, ούτε να διαιρούμε την ουσία. 5 Γιατί άλλη είναι η υπόσταση του Πατέρα, άλλη του Υιού, και άλλη του Αγίου Πνεύματος· 6 αλλά του Πατέρα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μία είναι η θεότητα, ίδια η δόξα, συνάναρχη η μεγαλειότητα. 7 Ότι είναι ο Πατέρας, αυτό είναι και ο Υιός, αυτό είναι και το Άγιο Πνεύμα. 8 Άκτιστος είναι ο Πατέρας, άκτιστος ο Υιός, άκτιστο και το Άγιο Πνεύμα. 9 Ακατάληπτος είναι ο Πατέρας, ακατάληπτος ο Υιός, ακατάληπτο και το Άγιο Πνεύμα. 10 Αιώνιος είναι ο Πατέρας, αιώνιος ο Υιός, αιώνιο και το Άγιο Πνεύμα· 11 όμως δεν είναι τρεις αιώνιοι, αλλά ένας αιώνιος· όπως ακριβώς δεν είναι τρις΅άκτιστοι, ούτε τρεις ακατάληπτοι, αλλά ένας άκτιστος και ένας ακατάληπτος. 13 Επίσης παντοκράτορας είναι ο Πατέρας, παντοκράτορας ο Υιός, παντοκράτορας το Άγιο Πνεύμα· 14 όμως δεν είναι τρεις παντοκράτορες, αλλά ένας παντοκράτορας.

15 Έτσι, Θεός είναι ο Πατέρας, Θεός ο Υιός, Θεός και το Άγιο Πνεύμα· 16 όμως δεν είναι τρεις Θεοί, αλλ’ ένας Θεός. 17 Επίσης Κύριος είναι ο Πατέρας, Κύριος ο Υιός, Κύριο και το Άγιο Πνεύμα· όμως δεν είναι τρεις Κύριοι, αλλ’ ένας Κύριος. 19 Διότι, όπως είμαστε υποχρεωμένοι από την χριστιανική αλήθεια να ομολογούμε ότι κάθε μία υπόσταση είναι κατά τρόπο μοναδικό Θεός και Κύριος, έτσι εμποδιζόμαστε από την ορθόδοξη ευσέβεια να λέμε ότι υπάρχουν τρεις Θεοί ή Κύριοι. 20 Ο Πατέρας δεν έγινε, ούτε δημιουργήθηκε, ούτε γεννήθηκε από κανέναν. 21 Ο Υιός δεν έγινε, ούτε δημιουργήθηκε, αλλά γεννήθηκε από μόνο τον Πατέρα. 23 Ένας, λοιπόν είναι ο Πατέρας, όχι τρεις Πατέρες· ένας είναι ο Υιός, όχι τρεις Υιοί· ένα είναι το Άγιο Πνεύμα, όχι τρία Άγια Πνεύματα. 24 Και σ’ αυτήν την Τριάδα κανένα δεν είναι πρώτο ή δεύτερο, ούτε μεγαλύτερο και μικρότερο· οι τρεις όμως υποστάσεις είναι μεταξύ τους αιώνιες (χωρίς αρχή) και ίσες. 25 Επομένως, όπως ειπώθηκε, σε όλα λατρεύεται και Τριάδα, στη μονάδα και μονάδα στην Τριάδα. 26 Αυτός λοιπόν που θέλει να σωθεί, έτσι πρέπει να πιστεύει για την Αγία Τριάδα.

27 Εντούτοις, αναγκαίο για την αιώνια σωτηρία του είναι να πιστεύει το ορθό και για την ενανθρώπηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 28 Πίστη λοιπόν ορθή είναι το να πιστεύουμε και να ομολογούμε ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, και Θεός και άνθρωπος. 29 Είναι Θεός, αφού γεννήθηκε προ των αιώνων από την ουσία του Πατέρα και είναι άνθρωπος, αφού γεννήθηκε μέσα στο χρόνο από την ουσία της μητέρας. 30 Τέλειος΅Θεός και τέλειος άνθρωπος που υπήρξε με ψυχή λογική και ανθρώπινο σ΄μα. 31 Είναι ίσος με τον Πατέρα κατά τη θεότητα, μικρότερος από τον Πατέρα κατά την ανθρωπότητα. 32 Ο οποίος, παρόλο που είναι Θεός και άνθρωπος, εντούτοις δεν είναι δύο, αλλ’ ένας Χριστός. 33 Και είναι ένας όχι διότι μετατράπηκε η θεότητα σε άνθρωπο, αλλ’ επειδή προσέλαβε την ανθρωπότητα σε θεότητα. 34 Ένας βέβαια, όχι επειδή έγινε σύγχυση των φύσεων, αλλά ένωση των υποστάσεων.

35 Διότι, όπως η λογική ψυχή και το σώμα είναι ένας άνθρωπος, έτσι και ο Θεός και ο άνθρωπος είναι ένας Χριστός, 36 που έπαθε για τη σωτηρία μας και κατέβηκε στον άδη και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε από τους νεκρούς, 37 και ανέβηκε στους ουρανούς και κάθεται στα δεξιά του Θεού και Πατέρα που είναι παντοκράτορας· απ’ όπου θα έλθει για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, 38 με την παρουσία του οποίου όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν με τα σώματά του, για ν’ απολογηθούν για τα έργα τους· 39 και όσοι μεν έκαναν αγαθά έργα θα πορευθούν στην αιώνια ζωή, όσοι δε αμαρτωλή στο αιώνιο πυρ.

40 Αυτή είναι η καθολική (δηλαδή η ορθόδοξη) πίστη, την οποία όποιος δεν αποδεχτεί με βεβαιότητα και εμπιστοσύνη δεν θα μπορέσει να σωθεί.

10. Λαϊκές παραδόσεις για το Μέγα Αθανάσιο

Ο “Άη-Θανάσης” είναι ιδιαίτερα αγαπητός μεταξύ των Ελλήνων χριστιανών. Στα χωριά και τις πόλεις, όπου υπάρχουν ενοριακοί ναοί, η χειμωνιάτικη γιορτή του (18 Ιανουαρίου) τελείται σ’ αυτούς, όποτε γιορτάζουν οι Θανάσηδες, οι Θάνοι και οι Αθανασίες. Για την “μαγιάτικη” όμως γιορτή (2 Μαΐου) προτιμούνται τα ξωκλήσια ή οι νεκροταφειακοί ναοί του. Ο λαός χρησιμοποίησε την ετυμολογία του ονόματός του (Αθανάσιος – αθανασία) και αφιέρωσε αρκετούς κοιμητηριακούς ναούς στη μνήμη του, για να ξορκίσει το θάνατο. Συνηθισμένη είναι και η έκφραση σε αρκετές περιοχές της Ελλάδος: “Είναι για τον Άη-Θανάση”, δηλαδή είναι ετοιμοθάνατος.

Στην παρετυμολογία του ονόματός του οφείλονται μερικά νεκρικά έθιμα ή πράξεις μακροβιότητας του λαού. Στην Ανατολική Θράκη, για παράδειγμα, τη μέρα της γιορτής του, τον Ιανουάριο. έσφαζαν ένα πετεινό “για την υγεία” τους, ενώ στο “μαγιάτικο” πανηγύρι του σε πολλά μέρη στους κοιμητηριακούς του ναούς τελείται η θεία λειτουργία και μοιράζονται κόλυβα (συνδυασμός της μνήμης του με τη μνήμη των νεκρών). Αλλού ο γιορτασμός του πραγματοποιείται στο πνεύμα της Πρωτομαγιάς, με έξοδο των χριστιανών στην εξοχή. Εκτός όμως από τη βλάστηση προσέχουν και άλλα στοιχεία της φύσης και μάλιστα τα προσφωνούν, όπως τα ποτάμια στη Δυτική Μακεδονία, ή τη θάλασσα στα Επτάνησα. Πλην του το ότι λειτουργούνται αυτή τη μέρα τα ξωκλήσια, οι χριστιανοί τα στολίζουν με λουλούδια, ενώ επιστρέφοντας στα σπίτια τους κρεμούν και το “μάη”.

Στο νησί της Σύμης γίνεται το έθιμο του “Κουκουμά”. Την παραμονή της 2ας Μαΐου συγκεντρώνονται 25 κοπέλες, πηγαίνουν και παίρνουν από 7 στέρνες αμίλητο νερό στο “κουκουμάρι” (δοχείο), επιστρέφοντας δε στο σπίτι ρίχνουν μέσα τα δαχτυλίδια τους, για να μαντέψουν την άλλη μέρα τ’ όνομα του γαμπρού. Φτιάχνουν αποβραδίς πίτα για να φαγωθεί την επομένη. Μετά τη θεία λειτουργία μαζεύονται όλες στο μεγαλύτερο σπίτι με τη συνοδεία οργάνων. Λένε μάλιστα και διάφορα δίστιχα όπως:

– Άη-Θανάση, αφέντη μας, έλα στη γειτονιά μας, 

για να μας δώκεις την ευχή και τους καλούς γαμπρούς μας.

– Άη-Θανάση, αφέντη μου, μαρμαροθεμελιώτη, κοντά σου αγάπην έκαμα κι έρχομαι και θωρώ τη.

Αφού φάνε όλες μαζί, ένα κοριτσάκι που ζουν και οι δύο γονείς του, βγάζοντας ένα – ένα τα δαχτυλίδια από το “κουκουμάρι” λέει ένα όνομα αγίου: Άη-Θανάσης, Άη-Γιώργης, Άη-Βασίλης κ.λ.π. Το όνομα που λέει υποτίθεται ότι θα ‘ναι το βαπτιστικό του μελλοντικού συζύγου κάθε κοπέλας …

Αυτός είναι ο Μέγας Αθανάσιος. Ανήκει στις πολύ μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας. Αναδείχθηκε “αληθής στύλος” της, διότι υπήρξε μια προσωπικότητα με αδαμάντινο χαρακτήρα, με κύρος, με γνήσια ορθόδοξο φρόνημα, με ανυποχώρητη αγωνιστικότητα. Περιφρόνησε κινδύνους και ταλαιπωρίες, συνετέλεσε στην επικράτηση της ορθής Πίστης, υπήρξε ενάρετος και ευσεβής. Δίκαια λοιπόν η Εκκλησία του Χριστού τον τοποθέτησε πλησίον των αποστόλων, των ευαγγελιστών και των μεγάλων αγίων, οι δε πιστοί του αποδίδουν μεγάλες τιμές και επικαλούνται τη βοήθειά του.