Το «Ἅγιον καὶ Μέγα Σάββατον» είναι η ημέρα που συνδέει τη Μεγάλη Παρασκευή -την ημέρα του Σταυρού -με την Κυριακή, ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου. Για πολλούς ανθρώπους, η αληθινή φύση και το νόημα αυτού του «συνδέσμου», η ουσιαστική αναγκαιότητα αυτής της «ενδιάμεσης ημέρας» παραμένει άγνωστη, ή ίσως σκοτεινή. Για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που εκκλησιάζονται οι «σπουδαιότερες» ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας είναι η Μεγάλη Παρασκευή και η Κυριακή, δηλαδή ο Σταυρός και η Ανάσταση. Χωρίς το Μεγάλο Σάββατο όμως αυτές οι δύο ημέρες παραμένουν, κατά κάποιο τρόπο, «ασύνδετες». Έχουμε δηλαδή μια ημέρα λύπης και υστέρα έρχεται η ημέρα της χαράς. Σ’ αυτή τη διαδοχή η λύπη απλά αντικαθίσταται από τη χαρά… Αλλά σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας που εκφράζεται στη λειτουργική της παράδοση, η φύση αυτής της διαδοχής δεν είναι μια απλή αντικατάσταση. Η Εκκλησία διακηρύσσει ότι ο Χριστός «ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον». Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και πριν από την Ανάσταση συμβαίνει κάποιο γεγονός στο οποίο η λύπη δεν αντικαθίσταται απλά από τη χαρά, αλλά μεταμορφώνεται σε χαρά. Το Μεγάλο Σάββατο είναι ακριβώς η ημέρα αυτής της μεταμόρφωσης, η ημέρα κατά την οποία η νίκη έρχεται από μέσα και εξαφανίζει την ήττα, η ημέρα οπότε έχουμε την ευκαιρία να ηρεμήσουμε και να σκεφτούμε, πριν από την Ανάσταση, το θάνατο του ίδιου του θανάτου… Όλα αυτά εκφράζονται, και πολύ περισσότερο βιώνονται, κάθε χρόνο στη διάρκεια αυτής της υπέροχης πρωινής ακολουθίας του Μεγάλου Σαββάτου. Η Θεία Λειτουργία αυτής της ημέρας γίνεται για μας ένα σωτήριο μεταμορφωτικό παρόν.
Ερχόμενοι στο ναό το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου έχουμε ολοκληρώσει τις ακολουθίες της Μεγάλης Παρασκευής. Σήμερα στους ενοριακούς ναούς ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου ψέλνεται τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ. Η λύπη της Μεγάλης Παρασκευής είναι, επομένως, το εισαγωγικό θέμα, το σημείο έναρξης θα λέγαμε, του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου. Αρχίζει σαν νεκρώσιμη ακολουθία, σαν θρήνος σε νεκρό σώμα. Οι ιερείς βγαίνουν από το ιερό και στέκονται μπροστά στον Επιτάφιο, θυμιατίζουν αργά τον Επιτάφιο, τις εικόνες και όλο το εκκλησίασμα. Όλοι μαζί, λαός και κληρικοί, στεκόμαστε μπροστά στον τάφο του Κυρίου μας και συγκεντρώνουμε τη σκέψη μας στο μεγάλο γεγονός του Θανάτου Του, της φαινομενικής ήττας. Κείνη τη στιγμή αρχίζουμε να ψάλλουμε τα εγκώμια σε τρεις στάσεις. Τα εγκώμια είναι τροπάρια που λέγονται με στίχους από τον «Ἄμωμο» δηλαδή, τον 118ο Ψαλμό.
«Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ παρευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου». (Ψαλμ. 118, 1).
«Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ…»
Με τα τροπάρια αυτά των εγκωμίων εκφράζεται ο τρόμος και το δέος των ανθρώπων και όλης της δημιουργίας μπροστά στο θάνατο του Ιησού Χριστού.
«Εὐλογητός εἶ Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου». (Ψαλμ. 118, 12).
«Ἀπορεῖ καὶ φύσις, νοερὰ καὶ πληθύς,
ἡ ἀσώματος Χριστέ, τὸ μυστήριον τῆς
ἀφράστου καὶ ἀρρήτου σου ταφῇς».
«Σὸς εἰμί ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα» (Ψαλμ. 118, 94).
«Τέτρωμαι δεινῶς, καὶ σπαράττομαι
τὰ σπλάγχνα Λόγε, βλέπουσα τὴν ἄδικον σου σφαγήν·
ἔλεγεν ἡ πάναγνος ἐν κλαυθμῷ».
Παρ’ όλον αυτόν το θρήνο και μαζί με τη θλίψη και τον πόνο, κάτι άλλο, κάτι νέο, κάνει την εμφάνιση του και σιγά-σιγά θα γίνει περισσότερο φανερό. Πρώτα απ’ όλα το βλέπουμε στον Ψαλμό 118 που αρχίζει με τη λέξη «Μακάριοι…» Ευλογημένοι οι άμωμοι οι πορευόμενοι κατά το νόμο του Κυρίου. Ο Ψαλμός αυτός στη λειτουργική παράδοση των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας αποτελούσε έναν από τους βασικούς ύμνους του Μεσονυκτικού και του Όρθρου της Κυριακής. Η ημέρα της Κυριακής, όπως είναι γνωστό είναι η εβδομαδιαία ανάμνηση της Ανάστασης του Χριστού. Σήμερα στην πράξη της Εκκλησίας μας ο Ψαλμός 118 διαβάζεται (ή ψέλνεται) στη νεκρώσιμη ακολουθία. Το περιεχόμενο του Ψαλμού αυτού δεν είναι καθόλου νεκρώσιμο. Έχουμε στους στίχους του την καθαρότερη και πληρέστερη έκφραση αγάπης για το νόμο του Θεού, δηλαδή για το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο και τη ζωή του. Η πραγματική ζωή, η ζωή την οποία έχασε ο άνθρωπος ύστερα από την αμαρτία του, βρίσκεται στην τήρηση και την εκπλήρωση του θείου Νόμου, στη ζωή με τον Θεό και για τον Θεό, για την όποια δημιουργήθηκε ο άνθρωπος.
«Ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ» (Ψαλμ. 118, 14).
«Ἐν τοῖς δικαιώμασί σου μελετήσω, οὐκ ἐπιλήσομαι τῶν λόγων σου» (Ψαλμ. 118, 16).
Επειδή ο Ιησούς Χριστός είναι η εικόνα της τέλειας τήρησης του θείου Νόμου, και όλη η ζωή Του είχε έναν και μόνο σκοπό, την πλήρη υπακοή στο θέλημα του Πατρός Του, η Εκκλησία ερμηνεύει αυτό τον Ψαλμό σαν τα λόγια του ίδιου του Χριστού προς τον Πατέρα Του: «Ἴδε, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα· Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου ζῆσόν με» (Ψαλμ. 118, 159).
Ο θάνατος του Ιησού Χριστού είναι η τελική απόδειξη της αγάπης Του για το θέλημα του Θεού και της υπακοής Του στον πατέρα Του. Είναι μια πράξη καθαρής υπακοής και πλήρους εμπιστοσύνης στο θέλημα του Πατέρα· και για την Εκκλησία, ακριβώς αυτή η μέχρι τέλους υπακοή, αυτή η τέλεια κένωση του Υιού, βάζει το θεμέλιο και κάνει την αρχή για τη νίκη. Ο Πατέρας επιθυμεί αυτόν το θάνατο, ο Υιός τον αποδέχεται, αποδέχεται αποκαλύπτοντας άνευ ορών πίστη στην τελειότητα του θελήματος του Πατέρα και στην αναγκαιότητα αυτής της θυσίας του Υιού από τον Πατέρα. Ο Ψαλμός 118 είναι ψαλμός τέτοιας υπακοής και γι’ αυτό αποτελεί μια προαγγελία ότι μ’ αυτή την υπακοή αρχίζει ο θρίαμβος…
Αλλά γιατί άραγε ο Πατέρας να επιθυμεί αυτό το θάνατο; Γιατί ο θάνατος του Υιού είναι αναγκαίος; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι το τρίτο θέμα που αναφέρουν οι ύμνοι του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου. Το βλέπουμε πρώτα στα τροπάρια των Αίνων που ακολουθούν ύστερα από στίχους του Ψαλμού 118. Στα τροπάρια αυτά ο θάνατος του Χριστού περιγράφεται σαν κάθοδος στον Άδη.
«Σήμερον συνέχει τάφος,
τὸν συνέχοντα παλάμῃ τὴν κτίσιν·
καλύπτει λίθος, τὸν καλύψαντα
ἀρετῇ τοὺς οὐρανούς·
ὑπνοῖ ἡ ζωή, καὶ ᾍδης τρέμει
καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται.
Δόξα τῇ σῇ οἰκονομίᾳ, δι᾿ ἧς
τελέσας πάντα σαββατισμὸν αἰώνιον,
ἐδωρήσω ἡμῖν, τὴν παναγίαν ἐκ νεκρῶν
σου Ἀνάστασιν».
«Άδης» δεν είναι κάποιος τόπος, αλλά στη βιβλική γλώσσα σημαίνει αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα του θανάτου, την κατάσταση του σκότους, της απελπισίας, της καταστροφής, ό,τι δηλαδή είναι ο θάνατος. Και αυτή η πραγματικότητα του θανάτου -την οποία φυσικά δεν δημιούργησε ο Θεός, ούτε τη θέλησε ποτέ για τα δημιουργήματα Του- τονίζει έντονα ότι ο «Ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» έχει τεράστια δύναμη στον κόσμο. Σατανάς, Αμαρτία, Θάνατος είναι o ι «διαστάσεις» του Άδη· είναι το περιεχόμενο του. Διότι η αμαρτία έρχεται από το Σατανά και ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας: «δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρωμ. 5,12). «Ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωϋσέως» (Ρωμ. 5,14). Έτσι όλο το σύμπαν έγινε ένα απέραντο κοσμικό νεκροταφείο και καταδικάστηκε στην καταστροφή και την απόγνωση. Γι’ αυτό ο θάνατος είναι ο «ἔσχατος ἐχθρός» (Α΄ Κορ. 15, 27) ο οποίος καταργείται , νικιέται μόνο με το θάνατο του σαρκωθέντος Χριστού. Αυτή η συνάντηση με το θάνατο είναι η «ώρα» του Χριστού για την οποία είπε: «ἀλλὰ διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην» (Ιω. 12, 27)… και τώρα αυτή η «ώρα» ήρθε· και ο Υιός του Θεού εισέρχεται στη χώρα του θανάτου, πεθαίνει. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, συνήθως, περιγράφουν αυτή τη στιγμή σαν μια μονομαχία ανάμεσα στον Χριστό και το Θάνατο, στο Χριστό και το Σατανά. Γιατί αυτός ο θάνατος, ο θάνατος του Χριστού, θα ήταν ή ο τελικός θρίαμβος του Σατανά, ή η τελειωτική και αμετάκλητη ήττα του.
Η μονομαχία του Ιησού Χριστού με το Σατανά εκτελείται σε διάφορα στάδια. Στην αρχή οι δυνάμεις του κακού φαίνεται να θριαμβεύουν. Ο Δίκαιος σταυρώνεται, εγκαταλείπεται από όλους, υπομένει εξευτελιστικό θάνατο. Κατεβαίνει στον «Άδη» και εγκαθίσταται στην περιοχή του σκότους και της απόγνωσης… Αλλά, ακριβώς αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, αποκαλύπτεται το πραγματικό νόημα αυτού του θανάτου. Εκείνος που πεθαίνει στο Σταυρό έχει τη ζωή μέσα Του – είναι ο ίδιος ζωή. Δηλαδή η ζωή Του δεν είναι κάποια δωρεά που Του δόθηκε από κάποιον άλλον από έξω, δωρεά που θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να Του αφαιρεθεί, αλλά είναι ο Ίδιος ζωή· η ζωή είναι η ίδια η ουσία Του. Διότι Αυτός είναι η ζωή και η πηγή κάθε ζωής. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων». (Ιω. 1, 4). Ο άνθρωπος Ιησούς πεθαίνει, αλλά αυτός ο Άνθρωπος είναι ο Υιός του Θεού. Σαν άνθρωπος μπορεί πραγματικά να πεθάνει, αλλά «ἐν Αὐτῷ» ο ίδιος ο Θεός εισέρχεται στην πραγματικότητα του θανάτου, συμμετέχει στο θάνατο. Αυτό είναι το μοναδικό, το αναλλοίωτο νόημα του θανάτου του Χριστού. Ο Άνθρωπος που πεθαίνει είναι Θεός, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, είναι ο Θεάνθρωπος. Ο Θεός είναι ο Άγιος, ο Αθάνατος. Εκείνος ο οποίος «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως γέγονεν ἄνθρωπος» και μόνο σ’ αυτή την ενότητα του Θεού και του Ανθρώπου, στο πρόσωπο του Χριστού, μπορεί ο ανθρώπινος θάνατος να προσληφθεί από τον Θεό, να ξεπεραστεί και να καταστραφεί γιατί ο Χριστός «ἐπάτησε τῷ θανάτω τὸν θάνατον».
Τώρα λοιπόν -ύστερα απ’ όλα αυτά- καταλαβαίνουμε γιατί ο Θεός επιθυμεί αυτόν το θάνατο, γιατί ο Πατέρας προσφέρει το Μονογενή Υιό Του να θανατωθεί. Θέλει, διακαώς, όλο το ανθρώπινο γένος να σωθεί, το επιθυμεί, αλλά δεν το επιβάλλει. Δηλαδή αυτή η νίκη κατά του θανάτου δεν είναι πράξη της θεϊκής Του δύναμης. Ο Ιησούς Χριστός στον κήπο της Γεθσημανής είχε πει: «δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;» (Ματθ. 26, 53). Δεν χρησιμοποιεί όμως τη θεϊκή Του δύναμη, ούτε κάποιον εκβιασμό, έστω και αν αυτή η βία μπορεί να φέρει σωτηρία. Η νίκη Του, λοιπόν, κατά του θανάτου είναι πράξη αγάπης, ελευθερίας και αβίαστης παράδοσης στον Θεό Πατέρα Του. Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο να αγαπάει και να αφοσιώνεται στον Θεό μέσα σε πλήρη ελευθερία, χωρίς καταναγκασμούς και πιέσεις. Κάθε άλλος τρόπος σωτηρίας θα ερχόταν σε αντίθεση με τη φύση του ανθρώπου και επομένως δεν θα ήταν πραγματική σωτηρία. Ακριβώς γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να σαρκωθεί και να σταυρωθεί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Με τη Σάρκωση και το Θάνατο του Χριστού ο άνθρωπος επανακτά την αγάπη και την υπακοή. Με το Χριστό ο άνθρωπος ξεπερνάει την αμαρτία και το κακό. Είναι ουσιαστικό ότι ο θάνατος δεν καταπατήθηκε μόνο από τον Θεό, αλλά ξεπεράστηκε και νικήθηκε μέσα στην ίδια την ανθρώπινη φύση από τον άνθρωπο και δια του άνθρωπου. «Ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κορ. 15, 21-22).
Ο Ιησούς Χριστός τελείως ελεύθερα δέχεται το θάνατο. Λέει δε για τη ζωή Του: «Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ» (Ιω. 10, 18). Θυσιάζει οικειοθελώς τη ζωή Του αλλά όχι χωρίς πάλη. Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου διαβάζουμε: «…ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν… λέγει τοῖς μαθηταῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. 26, 37). Αυτή τη στιγμή της αγωνίας Του κορυφώνεται το μέτρο της υπακοής Του, και επομένως εδώ βρίσκεται και η εξουδετέρωση, η καταστροφή της ηθικής ρίζας του θανάτου , του θανάτου σαν αποτέλεσμα της αμαρτίας και της παρακοής.
Όλη η ζωή του Ιησού Χριστού είναι ζωή «ἐν Θεῷ» -όπως ακριβώς πρέπει να είναι η ζωή κάθε ανθρώπου- είναι «Ζωή πεπληρωμένη». Αυτή η ζωή, η γεμάτη από νόημα και περιεχόμενο, γεμάτη από τον Θεό, ξεπερνάει το θάνατο και καταστρέφει τη δύναμή του. Διότι θάνατος, πάνω απ’ όλα, είναι η στέρηση της ζωής, η διάλυση της ζωής που έχει ξεκοπεί από τη μοναδική πηγή της. Ο θάνατος του Χριστού είναι μια κίνηση αγάπης προς τον Θεό, μια πράξη υπακοής και εμπιστοσύνης, πίστης και τελειότητας – είναι μια πράξη ζωής, («Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» Λουκ. 23, 46), η όποια εκμηδενίζει το θάνατο. Η Ζωή είναι ο θάνατος του θανάτου!
Αυτό είναι το νόημα της καθόδου του Χριστού στον Άδη, το νόημα του θανάτου Του που έγινε Νίκη. Και το φως αυτής της νίκης φωταγωγεί την αγρυπνία και το θρήνο μας μπροστά στον Τάφο:
«Ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις; Πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς;
τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ,
καὶ τοῦ ᾍδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷς».
«Ἰησοῦ Χριστέ μου, Βασιλεῦ τοῦ παντός,
τί ζητῶν τοῖς ἐν τῷ ᾍδῃ ἐλήλυθας;
ἢ τὸ γένος ἀπολῦσαι τῶν βροτῶν;»
«Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ,
καὶ θανάτῳ σου τὸν θάνατον ὤλεσας
καὶ ἐπήγασας τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν».
«Ὡς φωτὸς λυχνία, νῦν ἡ σὰρξ τοῦ Θεοῦ,
ὑπὸ γῆν ὡς ὑπὸ μόδιον κρύπτεται,
καὶ διώκει τὸν ἐν ᾍδῃ σκοτασμόν».
(Τροπάρια από την πρώτη στάση των Εγκωμίων)
Η ζωή μπαίνει στο Βασίλειο του θανάτου. Το θείο Φως λάμπει στα φρικτά σκοτάδια του. Φωτίζει όλους αυτούς που βρίσκονται εκεί, διότι ο Χριστός είναι η ζωή όλων και η μοναδική πηγή κάθε ζωής. Έτσι ο Χριστός πεθαίνει για όλους και ό,τι συμβαίνει στη ζωή Του, συμβαίνει στην ίδια τη ζωή, στη ζωή όλων μας… Αυτή η κάθοδος στον Άδη είναι η συνάντηση της ζωής όλων μας με το θάνατο όλων μας:
«Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ·
καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον Δέσποτα,
μέχρις ᾍδου κατελήλυθας ζητῶν».
(Τροπάριο από την πρώτη στάση των Εγκωμίων).
Η λύπη και η χαρά αλληλοχτυπιούνται και τώρα η χαρά είναι εκείνη που νικάει. Τα εγκώμια συμπληρώνονται και ο διάλογος -μονομαχία- ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο φτάνει στο τέλος. Για πρώτη φορά ακούγεται ο ύμνος της νίκης και του θριάμβου, ο ύμνος της χαράς. Αυτόν τον ύμνο τον ακούμε κάθε Κυριακή στον Όρθρο, καθώς αρχίζουμε την ημέρα της Αναστάσεως:
«Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε
ἐν νεκροῖς λογισθέντα,
τοῦ θανάτου δὲ Σωτήρ, τὴν ἰσχὺν καθελόντα,
καὶ σὺν ἑαυτῷ τὸν Ἀδὰμ ἐγείραντα,
καὶ ἐξ Ἅδου πάντας ἐλευθερώσαντα».
Τί τὰ μύρα, συμπαθῶς τοῖς δάκρυσιν,
ὦ μαθήτριαι κιρνάτε;
ὁ ἀστράπτων ἐν τῷ τάφῳ ἄγγελος
προσεφθέγγετο ταῖς μυροφόροις·
Ἰδετε ὑμεῖς τὸν τάφον καὶ ᾕσθητε·
ὁ Σωτὴρ γὰρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος».
Έπειτα αρχίζει ο ωραιότατος Κανόνας του Μεγάλου Σαββάτου, στον οποίο, για άλλη μια φορά, συνοψίζονται και εξετάζονται βαθύτερα όλα τα θέματα -από τον νεκρώσιμο θρήνο ως τη νίκη κατά του θανάτου- και τελειώνει με το εξής τροπάριο της Θ΄ Ωδής:
«Ἀγαλλιάσθω ἡ κτίσις· εὐφραινέσθωσαν
πάντες οἱ γηγενεῖς·
ὁ γὰρ ἐχθρὸς ἐσκύλευται ᾍδης·
μετὰ μύρων Γυναῖκες προσυπαντάτωσαν·
τὸν Ἀδὰμ σὺν τῇ Εὔα λυτροῦμαι παγγενῆ·
καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστήσομαι!»
«Καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστήσομαι!» Από δω και μπρος πια η πασχαλινή χαρά αρχίζει να πλημμυρίζει την ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου. Εμείς όμως στεκόμαστε ακόμα μπροστά στον Τάφο, αλλά ο Τάφος αυτός είναι ζωηφόρος! Η Ζωή αναπαύεται «ἐν τάφῳ», μια καινούργια δημιουργία ξεπηδάει από τον Τάφο αυτόν. Για μια ακόμα φορά, την ημέρα της αναπαύσεως, την Εβδόμη Ημέρα, ο Δημιουργός «ἀναπαύσατο ἀπὸ παντὸς ἔργου». «Ἡ Ζωὴ ἐν τῷ τάφῳ καὶ ὁ ᾍδης τρέμει», και μεις σιωπάμε και εμβαθύνουμε στο νόημα αυτού του ευλογημένου Σαββάτου και στην ιερή ησυχία Εκείνου που μας ξαναφέρνει στη ζωή. «Δεῦτε ἴδωμεν τὴν ζωὴν ἡμῶν, ἐν τάφῳ κειμένην, ἵνα τοὺς ἐν τάφοις κείμενους ζωοποιήςῃ». Το πλήρες νόημα και το μυστικό βάθος της «Εβδόμης Ημέρας» -του Μεγάλου Σαββάτου- που είναι ημέρα πλήρωσης και αποκορύφωσης, αποκαλύπτεται τώρα εντελώς. Το δοξαστικό των Αίνων μιλάει αποκαλυπτικά:
«Τὴν σήμερον μυστικῶς, ὁ μέγας Μωϋσῆς
προδιετυποῦτο λέγων· Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεός
τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην·
Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον,
αὕτη ἐστίν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα·
ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ,
ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας,
τῇ σαρκὶ σαββατίσας· καὶ εἰς ὃ ἦν,
πάλιν ἐπανελθών, διὰ τῆς Ἀναστάσεως,
ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον,
ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος».
Όταν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στη διάρκεια του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, κάνουμε την περιφορά του Επιταφίου -μια απλή και γεμάτη δέος περιφορά γύρω από το ναό- δεν κάνουμε μια επικήδεια πορεία. Όχι. Είναι ο Υιός του Αθανάτου Θεού που πορεύεται μέσα στο σκοτάδι του Άδη και αναγγέλει σε «όλες τις γενεές του Αδάμ» τη χαρά της ερχόμενης ανάστασης. «Ἀναστήσονται oἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται oἱ ἐν τοῖς μνημείοις, καὶ πάντες οἱ ἐν τῇ γῇ ἀγαλλιάσονται».
Όταν μετά την περιφορά του Επιταφίου, γυρίζουμε στο ναό, γνωρίζουμε πια το μυστήριο του ζωοδότου θανάτου του Χριστού. Ο Άδης πατήθηκε. Ο Άδης τρέμει. Μπαίνουμε πια στο τελικό θέμα: την Ανάσταση.
Το Σάββατο, η Εβδόμη Ημέρα, ολοκληρώνει την ιστορία της σωτηρίας, της οποίας η τελευταία πράξη υπήρξε το ξεπέρασμα του θανάτου. Μετά το Σάββατο έρχεται η Πρώτη Ημέρα της νέας δημιουργίας, της νέας ζωής που βγήκε από τον Τάφο. Το θέμα της Ανάστασης εγκαινιάζεται με το προκείμενον του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου. «Ἀνάστα, Κύριε, βοήθησον ἡμῖν. Ὁ Θεός, ἐν τοῖς ὠσίν ἡμῶν ἠκούσαμεν».
Ακολουθεί το πρώτο ανάγνωσμα, από τις προφητείες του Ιεζεκιήλ (κεφ. 37), για τα «ὀστᾶ τὰ ξηρά». «Ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου· καὶ τοῦτο ἦν μεστόν ὀστέων ἀνθρωπίνων ξηρῶν…» Η προφητεία παρουσιάζει εδώ το θρίαμβο του θανάτου πάνω στον κόσμο και στο σκοτάδι και την χωρίς καμιά ελπίδα καταδίκη σε θάνατο όλου του σύμπαντος. Αλλά ο Θεός μιλάει στον προφήτη. Του αναγγέλλει ότι αυτή η καταδίκη δεν είναι ο τελικός και αμετάκλητος προορισμός του ανθρώπου. Τα «ὀστᾶ τὰ ξηρά» θα ακούσουν τους λόγους του Κυρίου. Οι νεκροί θα ζήσουν και πάλι. «Τάδε λέγει Κύριος Κύριος· Ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν, καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ». Μετά από την προφητεία αυτή έρχεται το δεύτερο προκείμενο με το ίδιο θέμα-επίκληση:
«Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου».
Πώς θα συμβεί αυτό; Πώς θα πραγματοποιηθεί αυτή η παγκόσμια ανάσταση; Το δεύτερο ανάγνωσμα που ακολουθεί (Α΄ Κορ. 5, 6-8 και Γαλ. 3, 13-14) δίνει την απάντηση. «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. καὶ γὰρ τὸ Πάσχα ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός». Ο Ιησούς Χριστός, το «ἡμέτερον Πάσχα», είναι αυτό το φύραμα της αναστάσεως όλων μας. Όπως ο Θάνατός Του νικάει τον άρχοντα του θανάτου, έτσι και η Ανάστασή Του είναι η απόδειξη της αναστάσεως όλων μας, διότι η ζωή Του είναι πηγή κάθε ζωής. Οι στίχοι του Αλληλούια που ακολουθούν -και που κυρίως ψάλλονται στην Πασχαλινή ακολουθία- αναγγέλλουν την Ανάσταση και επικυρώνουν την τελική απάντηση, τη βεβαιότητα, ότι ο καιρός της νέας δημιουργίας, της ανέσπερης Ημέρας, έχει αρχίσει:
«Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα!
Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ καὶ
φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν.
Ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν,
ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός.
Οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ».
Τα αναγνώσματα από τις προφητείες τελείωσαν. Μέχρι τώρα δεν ακούσαμε παρά μόνο προφητείες. Ακόμα βρισκόμαστε στο Μεγάλο Σάββατο, μπροστά στον τάφο του Χριστού. Θα πρέπει να ζήσουμε όλη τούτη τη μακριά ημέρα πριν να φτάσουμε στο τέλος της, στα μεσάνυχτα, για ν’ ακούσουμε το: «Χριστός ἀνέστη!» πριν μπούμε για τα καλά στη γιορτή της Ανάστασης του Κυρίου. Γι’ αυτό σε τούτη την ορθρινή ακολουθία το τρίτο ανάγνωσμα που την συμπληρώνει είναι από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κεφ. 27, 62-66) και μας μιλάει, ακόμα μια φορά, για τον Τάφο του Κυρίου και το σφράγισμα του: «οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας».
Έτσι τελειώνει ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου που διαβάζεται τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ. Και ακριβώς εδώ, μ’ αυτό το τέλος, γίνεται εντονότερο το εσχατολογικό νόημα αυτής της «ενδιάμεσης ημέρας», του «Ευλογημένου Σαββάτου». Ο Ιησούς Χριστός «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν». Την Ανάστασή Του θα τη γιορτάσουμε μεγαλόπρεπα την ημέρα του Πάσχα, την Κυριακή. Αυτή η γιορτή εξαίρει ένα μοναδικό γεγονός του παρελθόντος και συμμετέχει σ’ ένα μυστήριο του μέλλοντος. Ζούμε ήδη τη δική Του Ανάσταση, όχι όμως ακόμα τη δική μας. Εμείς έχουμε δρόμο μπροστά μας να πορευτούμε. Πρέπει να πεθάνουμε, να αποδεχτούμε το θάνατο, το χωρισμό, την καταστροφή. Η πραγματικότητα στην οποία ζούμε σε τούτον τον κόσμο, στον «παρόντα αιώνα» είναι ακριβώς αυτή η πραγματικότητα του Μεγάλου Σαββάτου. Όσα έγιναν αυτό το Σάββατο και τα γιορτάζουμε σήμερα, είναι η αληθινή εικόνα των συνθηκών της ανθρωπότητας σήμερα.
Πιστεύουμε στην Ανάσταση, γιατί ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε, πάτησε «θανάτῳ» το θάνατο. Προσδοκούμε την Ανάσταση. Ξέρουμε ότι ο Θάνατος του Χριστού εκμηδένισε τη δύναμη του θανάτου. Ο θάνατος δεν αποτελεί πια το απελπισμένο τέλος του άνθρωπου και την καταστροφή του σύμπαντος… Όταν βαπτιζόμαστε στο όνομα της Αγίας Τριάδας, βαπτιζόμαστε στο θάνατο του Χριστού και από κείνη τη στιγμή συμμετέχουμε στη ζωή Του που βγήκε από τον τάφο. Κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα Του, που είναι η τροφή της αθανασίας, της αιωνιότητας. Έχουμε έτσι μέσα μας τη βεβαιότητα της συμμετοχής στην αιώνια ζωή. Όλη η χριστιανική ζωή, η ύπαρξη μας «ἐν Χριστῷ» σταθμίζεται, μετριέται, με αυτές τις ενέργειες μας που μας φέρνουν σε άμεση κοινωνία με τον «νέο αιώνα» της Θείας Βασιλείας, ενώ ακόμα ζούμε εδώ, σ’ αυτή τη γη οπού ο θάνατος είναι το αναπόφευκτο μερίδιό μας.
Αλλά αυτή η ζωή ανάμεσα στην Ανάσταση του Χριστού και στην ημέρα της κοινής ανάστασης δεν είναι ακριβέστατα η ζωή κατά το Μεγάλο Σάββατο; Δεν είναι η προσδοκία, το θεμελιώδες και ουσιαστικό μέρος της χριστιανικής ζωής και εμπειρίας μας; Όλοι μας περιμένουμε… Περιμένουμε με αγάπη, ελπίδα και πίστη. Και αυτή η αναμονή, η προσδοκία για τον ερχομό της ανάστασης και της ζωής του «κόσμου τούτου», της ζωής που «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ” (Κολ. 3, 3-4), αυτή η αυξανόμενη προσδοκία «ἐν ἀγάπῃ καὶ βεβαιότητι», είναι το δικό μας Μεγάλο Σάββατο. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…» ψέλνουμε αντί του Χερουβικού ύμνου στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου. Σιγά-σιγά καθετί σ’ αυτό τον κόσμο διαπερνιέται από το Φως που έρχεται από κει που προσδοκούμε. Το «εἴδωλο τοῦ κόσμου τούτου» περνάει, χάνεται και αυτή η άφθορη ζωή «ἐν Χριστῷ» γίνεται η μέγιστη και οριστική αξία μας.
Κάθε χρόνο το Μεγάλο Σάββατο, μετά από την πρωινή ακολουθία και τη Θεία Λειτουργία, περιμένουμε τη νύχτα της Ανάστασης και το πλήρωμα της Πασχαλινής ευφροσύνης. Ξέρουμε ότι ώρα με την ώρα έρχεται αυτή η νύχτα και όμως πόσο αργό μας φαίνεται αυτό το πλησίασμα, πόσο μακριά και ατέλειωτη είναι τούτη η ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου! Αλλ’ όμως αυτή η σιγή, η θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου Σαββάτου, δεν είναι το καλύτερο σύμβολο της ζωής μας σ’ αυτό τον κόσμο; Δεν είναι η ζωή μας εδώ στη γη μια συνεχής αναμονή; Δεν βρισκόμαστε πάντοτε στην «ενδιάμεση ημέρα» περιμένοντας το Πάσχα του Κυρίου, προετοιμάζοντας τον εαυτό μας για την ανέσπερη ημέρα της Βασιλείας Του;
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μικρό οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδος: Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας, μετάφραση Ελένη Γκανούρη, 2η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 1993.
Από την Ιστοσελίδα του Ιερού Ναού Αγίου Θωμά Αμπελοκήπων ΕΔΩ