Από εδώ (πατήρ Χρήστος Πυτιρήνης, Εφημέριος Ιερού Ναού Γενέσιου της Θεοτόκου Πετροκεφάλου Ηρακλείου Κρήτης – Οικουμενικό Πατριαρχείο – Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης)
Τη Μεγάλη Τρίτη η Εκκλησία θυμάται την παραβολή του Ιησού για τις δέκα παρθένες, που διδάσκει τη σημασία της προνοητικότητας στη ζωή μας. Η Μεγάλη Τρίτη είναι αφιερωμένη επίσης στη δριμύτατη καταγγελία του Ιησού κατά των θρησκευτικών αρχηγών του Ισραήλ, των Γραμματέων και των Φαρισαίων. (Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο 22, 15- 23, 39).
Οι δύο παραβολές της ημέρας. Η πρώτη είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. «Πέντε εξ αυτών ήσαν φρόνιμοι» και είχαν πάρει μαζί με τα λυχνάρια τους και αρκετό λάδι, «πέντε ήσαν μωραί», τα λυχνάρια τους έσβησαν και δεν έγιναν δεκτές στο γαμήλιο δείπνο. Η άλλη παραβολή είναι των ταλάντων που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ
Η παραβολή των 10 παρθένων: Πέντε φρόνιμες και πέντε μωρές παρθένες περιμένουν το Νυμφίο (γαμπρό) να έλθει να παραλάβει τη νύφη. Οι φρόνιμες, που είχαν προνοήσει φρόντισαν να πάρουν μαζί τους λάδι ώστε να έχουν για να φωτίζουν τα λυχνάρια τους. Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για τις μωρές, οι οποίες λόγω της αργοπορίας του Νυμφίου αποκοιμήθηκαν. Έτσι όταν ακούγεται η φωνή «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ψάχνουν να βρουν λάδι για να ανάψουν τα σβησμένα λυχνάρια τους, με αποτέλεσμα να μένουν «εκτός νυμφώνος».
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
Με την παραβολή των ταλάντων ο Χριστίος θέλει να μας παρουσιάσει τα δώρα και τα χαρίσματα, που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο. Ο καθένας, πρέπει να καλλιεργήσει και να αναδείξει τα χαρίσματα του. Δηλαδή, να προσφέρει με πολλή αγάπη τις υπηρεσίες του στους συνανθρώπους του. Έτσι θα είναι έτοιμος να υποδεχτεί στην καρδιά του την αγάπη και την επιβράβευση του Ιησού Χριστού.
“Κάποιος άνθρωπος που ήταν έτοιμος για ταξίδι κάλεσε τους δούλους του και τους παράδωσε την περιουσία του. Και σ’ άλλον μεν έδωσε πέντε τάλαντα σ’ άλλον δύο και σ’ άλλον ένα σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός και αμέσως αναχώρησε. Εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα πήγε και δούλεψε και μ’ αυτά κέρδισε και άλλα πέντε. Έτσι έκανε και αυτός που πήρε τα δύο και κέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που πήρε το ένα, πήγε και έσκαψε στη γη και έθαψε το χρήμα του κυρίου του. Ύστερα από πολύ χρονικό διάστημα φτάνει ο κύριος των δούλων και λογαριάζεται μαζί τους. Και αφού ήλθε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα, έφερε και άλλα πέντε και λέγει στον κύριο· πέντε τάλαντα μου παράδωσες, να, εγώ κέρδισα και άλλα πέντε.
Του είπε ο κύριος του· μπράβο καλέ μου δούλε και πιστέ· ήσουν πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω στα πολλά. Έμπα λοιπόν στη χαρά του κυρίου σου. Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει τα δύο τάλαντα, και είπε. Κύριε, δύο τάλαντα μου παράδωσες· να που εγώ κέρδισα άλλα δύο τάλαντα. Τότε ο κύριος του είπε· Μπράβο δούλε καλέ και πιστέ. Φάνηκες πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω πολλά. Τότε ήλθε και εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο, και είπε: Κύριε, ήξερα που είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και μαζεύεις από κει που σκόρπισες. Επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντο σου στη γη, να, λοιπόν, παρ’ το γιατί είναι δικό σου. Και ο κύριος του αποκρίθηκε: δούλε πονηρέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω από κει που δεν έσπειρα και μαζεύω απ’ εκεί που δε σκόρπισα. Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα λεφτά σου στους τραπεζίτες και εγώ, όταν θα επέστρεφα θα τα έπαιρνα πίσω με τόκο. Πάρτε απ’ αυτόν το τάλαντο και δώστε το σε κείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα.
Γιατί στον καθένα που έχει, θα δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν. Από κείνον όμως που δεν έχει, θα του αφαιρεθεί και κείνο που έχει. Πάρτε και ρίξτε αυτόν τον άθλιο δούλο έξω στο σκοτάδι, εκεί που ακούγεται το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Και λέγοντας αυτά τόνιζε· όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.”