Την 6η Ιανουαρίου εορτάζει η Εκκλησία μας την μεγάλη δεσποτική εορτή των «Θεοφανείων» ή «Επιφανείων» ή «τα άγια Φώτα». Τα προεόρτιά της άρχισαν την επομένη της πρωτοχρονιάς, την 2α Ιανουαρίου. Μέσα στην προπαρασκευαστική αυτή περίοδο ευρίσκεται και η «Κυριακή προ των Φώτων». Και αυτή εντάσσεται μέσα στην προεόρτιο λειτουργική ετοιμασία. Στα αναγνώσματα της θείας λειτουργίας της Κυριακής αυτής ακούμε την «Ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» από τον πρόλογο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, που αφηγείται την εμφάνιση του Προδρόμου στην έρημο του Ιορδάνη, το κήρυγμά του και την προφητεία του περί του Χριστού. Ο Ιωάννης εβάπτισεν «εν ύδατι», ο «ισχυρότερός» του όμως, που έρχεται «οπίσω» του, θα βαπτίσει τον λαό «εν Πνεύματι αγίω».[1]
Στην τετραήμερο προεόρτιο περίοδο, από της 2ας μέχρι της 5ης Ιανουαρίου στοιβάζονται οι κανόνες, τα τριώδια και τα άλλα προεόρτια ιερά άσματα. Εχομε και εδώ την «Μεγάλη Εβδομάδα» των Φώτων, όπως την είδαμε και στα Χριστούγεννα, με την διαφορά ότι ο χρόνος της προπαρασκευής εδώ είναι μικρότερος, λόγω της παρατάσεως των μεθεόρτων των Χριστουγέννων μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου και της εορτής της Περιτομής του Χριστού της 1ης Ιανουαρίου. Και πάλι η επίδρασις των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος είναι έκδηλος, λόγω ακριβώς της προσπαθείας παραλληλισμού της εορτής των Θεοφανείων προς το Πάσχα. Και πάλι η προπαρασκευή κορυφούται την παραμονή με την λαμπρά ακολουθία των μεγάλων ωρών και του μεγάλου εσπερινού της εορτής.
Τα μεθέορτα εξ άλλου παρατείνονται επί οκτώ ημέρες μετά την εορτή, με τρεις ημέρες ιδιαιτέρως εξαιρομένας, την επομένη των Θεοφανείων με την εορτή της Συνάξεως του Προδρόμου και Βαπτιστού του Χριστού, 7η Ιανουαρίου, την «Κυριακή μετά τα Φώτα» και την τελευταία ημέρα της εορτής, την απόδοσή της 14η Ιανουαρίου, κατά την οποία ψάλλεται και πάλι ολόκληρος η ακολουθία της εορτής.
Μέσα στο εξαίρετο αυτό λειτουργικό πλαίσιο διαλάμπει η μεγάλη δεσποτική εορτή των Θεοφανείων της 6ης Ιανουαρίου. Η αρχή της είναι ανάλογος προς την εορτή των Χριστουγέννων. Την 6η Ιανουαρίου εόρταζαν κατά το παλαιό ημερολόγιο το χειμερινό ηλιοστάσιο οι εθνικοί της Αιγύπτου και της Αραβίας. Κατά τας αρχάς του Γ´ αιώνος πρώτοι οι αιρετικοί οπαδοί του Βασιλείδου επεχείρησαν την αντικατάσταση της ειδωλολατρικής αυτής εορτής με την εορτή του βαπτίσματος του Χριστού. Ολίγο αργότερα η Εκκλησία της Ανατολής καθόρισε την 6η Ιανουαρίου ως ημέρα εορτής των Επιφανείων ή Θεοφανείων. Ο απόστολος Παύλος ομιλεί για την «ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ».[2] Αλλού τονίζει, ότι διά του Χριστού «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις».[3] Ο ίδιος πάλι ομιλεί για τον Θεό, που «ἐφανερώθη ἐν σαρκί».[4] Κάτω από τις εκφράσεις αυτές του αποστόλου των εθνών αναγνωρίζει κανείς τους τόσο γνωστούς στους εθνικούς όρους «θεοφάνεια» και «επιφάνεια», που σήμαιναν την μεταξύ των ανθρώπων εμφάνιση της θεότητος ή του θεού-αυτοκράτορος σε κάποια πόλη. Στην επιφάνεια των ψευδών θεών και των αυτοκρατόρων η χριστιανική Εκκλησία αντέταξε την επιφάνεια του αληθινού Θεού και βασιλέως Χριστού, την αληθινή Θεοφάνεια. Ακριβώς δε πάλι στην λατρεία του ηλίου, που νικά κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκότος της νύχτας, αντιπαράθεσε την λατρεία του αληθινού ηλίου, του Χριστού, που ανέτειλε, κατά τον προφήτη Ησαΐα, στον εν σκότει και σκιά καθήμενο κόσμο· «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».[5] Αυτήν εξ άλλου την προφητεία ο ευαγγελιστής Ματθαίος εφαρμόζει ακριβώς στην έναρξη της δημοσίας δράσεως του Χριστού, της επιφανείας Του μεταξύ του λαού Του.[6] Αυτήν την περικοπή θα ακούσουμε να διαβάζεται αύριο κατά την θεία λειτουργία.
Η έννοια όμως αυτή της θεοφανείας ή της επιφανείας του Χριστού δεν ήταν συνδεδεμένη προς ένα μόνο ιστορικό γεγονός του βίου Του. Είδαμε ότι ο Βασιλείδης και οι οπαδοί του εόρταζαν την 6η Ιανουαρίου το εν Ιορδάνη βάπτισμα, κατά το οποίο, σύμφωνα προς την αιρετική τους διδασκαλία, η θεότης ενεσαρκώθη στο Χριστό. Αλλά και κατά την ορθόδοξη διδασκαλία το βάπτισμα είναι η απαρχή, η πρώτη δημοσία εμφάνισις και ανάδειξις του Ιησού ως Μεσσίου και Σωτήρος. Κατ’ αυτό ανεγνωρίσθη από τον εκπρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, τον προφήτη Ιωάννη τον Πρόδρομο, που είδε το Πνεύμα το άγιον «καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν»[7] και που ήκουσε τη φωνή του Πατρός «Οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα»,[8] την βεβαίωση της υιότητος. Κατά το βάπτισμα εφάνη ο Υιός – Θεός, αλλά και αποκαλύφθηκε ο Θεός – Τριάς, όπως χαρακτηριστικά ψάλλει και ο ποιητής του απολυτίκιου της εορτής: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ο Υιός εβαπτίζετο, του Πατρός η φωνή ηκούετο και το άγιον Πνεύμα κατήρχετο εν είδει περιστεράς. «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν», όπως πάλι υμνωδεί ο ιερός Κοσμάς στο τρίτο τροπάριο της η΄ ωδής του πρώτου κανόνα της εορτής.
Αλλά και με την γέννηση του Χριστού επεφάνη ο Θεός στον κόσμο. Και αυτή λοιπόν συνεορτάζετο με τη βάπτιση κατά την εορτή της 6ης Ιανουαρίου. Και πάλι νέοι υπολογισμοί ήρθαν να δικαιώσουν την κατά την 6η Ιανουαρίου γέννηση του Χριστού, αλλά και τον συνεορτασμό της την ιδία ημέρα με τη βάπτιση. Ο Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, έπρεπε να έχει τέλεια και πλήρη όλα τα αφορώντα και στον επί γης βίο Του. Τέλεια επομένως έπρεπε να είναι και τα έτη της επιγείου ζωής Του και όχι ελλιπή. Υπολόγιζαν ότι απέθανε επί του σταυρού 6 Απριλίου. Θα έπρεπε, κατά τους ανωτέρω συλλογισμούς αυτή να ήταν και η ημέρα της συλλήψεώς Του από την Παρθένο Μαρία, του Ευαγγελισμού. Επομένως η γέννησίς Του μετά εννέα πλήρεις μήνες θα έπρεπε να συμπέσει με την 6η Ιανουαρίου. Εβαπτίσθη «ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα» κατά τον ευαγγελιστή Λουκά[9], δηλαδή πάλι κατά την 6η Ιανουαρίου, εφ’ όσον η τελειότητα θα απαιτούσε και εδώ πλήρη τον αριθμό των ετών από της γεννήσεώς Του κατά την ημέρα της ενάρξεως της δημοσίας Του δράσεως.
Συναφή προς την γέννηση του Χριστού γεγονότα, δια των οποίων επεφάνη η Θεότης του Χριστού, ήσαν και η προσκύνησις των ποιμένων και η δωροφορία των μάγων. Οι πρώτοι ήσαν οι αντιπρόσωποι του ιουδαϊκού λαού και οι δεύτεροι οι απαρχές των ειδωλολατρών, που αναγνώρισαν και προσκύνησαν πρώτοι τον επιφανέντα Υιό του Θεού. Και ο εορτασμός των δύο αυτών γεγονότων ήλθε να εμπλουτίσει το θέμα της εορτής των Θεοφανείων. Τα εορταζόμενα γεγονότα έγιναν ήδη τέσσαρα.
Αλλά και πέμπτο γεγονός Θεοφανείας έχομε στην αρχή της δράσεως του Κυρίου. Το πρώτο Του θαύμα στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου κατά τον γάμο μετέβαλε το νερό σε οίνο. Και σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, που αφηγείται το περιστατικό: «Ταύτην ἐποίησεν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσεν τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ».[10] Η φανέρωσις λοιπόν της θεϊκής δόξης του Χριστού στους μαθητές Του, η αρχή των σημείων Του, το θαύμα του γάμου της Κανά, προστέθηκε στα άλλα τέσσαρα εορταστικά θέματα.
Επικρατέστερα όμως ήσαν τα δύο πρώτα εορταστικά θέματα, η γέννησις και η βάπτισις του Χριστού, που ο συνεορτασμός τους κατά την 6η Ιανουαρίου διατηρήθηκε επί μακρόν στην Ανατολή και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να διατηρείται στην αρμενική Εκκλησία. Όταν κατά τον Δ΄ αιώνα εισήχθη από την Ρώμη και στην Ανατολή η εορτή των Χριστουγέννων της 25ης Δεκεμβρίου και βαθμηδόν επικράτησε και σ’ αυτή, το εορτολογικό περιεχόμενο της εορτής των Θεοφανείων διεσπάσθη. Κατά τα Χριστούγεννα εωρτάζετο η γέννησις και κατά τα Θεοφάνεια το εν Ιορδάνη Βάπτισμα. Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα της σημερινής εορτής των Θεοφανείων.
Η αποσυμφόρησις αυτή δεν έβλαψε, αλλ’ αντιθέτως ήτο προς όφελος της μεγάλης εορτής. Η μείωσις της επιφανείας της έδωσε τη δυνατότητα της αναπτύξεώς της εις βάθος. Το βάπτισμα του Κυρίου, η κατ’ αυτό Θεοφάνεια, οι προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, η επέκτασίς του και οι συνέπειές του στην ζωή της Εκκλησίας, έδωσαν θαυμάσια και πλούσια θέματα στους ποιητές των ευχών και των ύμνων της εορτής και στους ιερούς εγκωμιαστές της. Ιδιαίτερη λαμπρότητα της δίδει η ακολουθία του μεγάλου αγιασμού, που σήμερα για την εξυπηρέτηση των πιστών τελείται δύο φορές, την παραμονή και μετά την λειτουργία της εορτής. Είναι μία παραστατική εξεικόνισις του βαπτίσματος του Κυρίου. Πρώτος, απαρχή του νέου λαού και κεφαλή, βαπτίζεται ο Χριστός και αγιάζει την κτίση των υδάτων για να δημιουργηθεί δι’ αυτών ο νέος κόσμος, η καινή κτίσις, οι νέοι άνθρωποι, οι Χριστοφόροι και Θεοφόροι πιστοί. Κατά την παννυχίδα των Θεοφανείων, μετά τον αγιασμό του ύδατος και την μετάληψη και τον ραντισμό των πιστών, βαπτίζονταν σ’ αυτό οι κατηχούμενοι. Ήταν η εορτή «των Φώτων», του «φωτισμού», του βαπτίσματος του Χριστού και των χριστιανών.
Η υμνογραφία της εορτής των Θεοφανείων είναι απαράμιλλου κάλλους. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται έργα διασήμων αρχαίων υμνογράφων από τα λαμπρότερα της υμνογραφίας της Εκκλησίας μας. Στην ακολουθία του όρθρου της ημέρας της εορτής ανθολογούμε τους ειρμούς του πρώτου κανόνος, ποίημα του Κοσμά επισκόπου Μαϊουμά, του β´ ήχου, που ψάλλονται και ως καταβασίες στο τέλος των ωδών. Σ’ αυτές συνδυάζονται κατά ένα θαυμαστό τρόπο τα θέματα της κάθε μιας ωδής προς το θέμα της εορτής: Η διάβασις της Ερυθράς Θαλάσσης και η διά του ύδατος σωτηρία του λαού· ο από τον παντοδύναμο Θεό στηριγμός της ταπεινής Άννας και η συντριβή του δράκοντος στο ύδωρ του βαπτίσματος· η προφητική φωνή του Αββακούμ και η φωνή του βοώντος εν τη ερήμω Βαπτιστού· το ειρηνικό κήρυγμα του Ησαΐου και το σωτήριο για τον Αδάμ έργο του ειρηνοποιού Χριστού στον Ιορδάνη· ο θρήνος «ἐν θλίψει» του Ιωνά και το κήρυγμα της μετανοίας του Προδρόμου· η δρόσος της καμίνου της Βαβυλώνος το άυλον πυρ που δέχθηκαν τα ρείθρα του Ιορδάνη και η υμνολογία της Μητρός του βαπτισθέντος. Όλα αυτά, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τύπος και αλήθεια, συμπλέκονται σε μία υπερκόσμια συζυγία.
Ωδή α΄
«Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα
καὶ διὰ ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει
ἐν αὐτῷ καταλύψας ἀντιπάλους
ὁ κραταιὸς ἐν πολέμοις Κύριος,
ὅτι δεδόξασται».
Ωδή γ΄
«Ἰσχὺν ὁ διδοὺς
τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν Κύριος
καὶ κέρας χριστῶν αὐτοῦ ὑψῶν
Παρθένου ἀποτίκτεται,
μολεῖ δὲ πρὸς τὸ βάπτισμα,
διό, πιστοί, βοήσωμεν·
Οὐκ ἔστιν ἅγιος, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν
καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος πλήν σου, Κύριε».
Ὠδὴ δ΄
«Ἀκήκοε, Κύριε,
φωνῆς σου ὃν εἶπας·
Φωνὴ βοῶντος ἐν ἐρήμῳ,
ὅτε ἐβρόντησας πολλῶν ἐπὶ ὑδάτων
τῷ σῷ μαρτυρούμενος Υἱῷ·
ὅλος γεγονὼς τοῦ παρόντος
Πνεύματος δὲ ἐβόησε·
Σὺ εἶ Χριστός
Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις».
Ὠδὴ ε΄
«Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγὸς
λῦσαι τὸ κατάκριμα ἥκει
Ἀδὰμ τοῦ πρωτοπλάστου·
καθαρσίων δὲ ὡς Θεὸς μὴ δεόμενος,
τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ·
ἐν ᾧ τὴν ἔχθραν κτείνας,
ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν
εἰρήνην χαρίζεται».
Ὠδὴ ς΄
«Ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου,
ὁ λύχνος τοῦ φωτός, ὁ ἑωσφόρος,
ὁ τοῦ ἡλίου Πρόδρομος,
ἐν τῇ ἐρήμῳ
μετανοεῖτε, πᾶσι βοᾷ τοῖς λαοῖς,
καὶ προκαθαίρεσθε,
ἰδοὺ γὰρ πάρεστι Χριστός,
ἐκ φθορᾶς τὸν κόσμον λυτρούμενος».
Ὠδὴ ζ΄
«Νέους εὐσεβεῖς
καμίνῳ πυρὸς προσομιλήσαντας,
διασυρίζον πνεῦμα δρόσου
ἀβλαβεῖς διεφύλαξε
καὶ θείου ἀγγέλου συγκατάβασις·
ὅθεν ἐν φλογὶ δροσιζόμενοι,
εὐχαρίστως ἀνέμελπον·
Ὑπερύμνητε,
ὁ τῶν πατέρων Κύριος
καὶ Θεὸς, εὐλογητὸς εἶ».
Ὠδὴ η΄
«Μυστήριον παράδοξον
ἡ Βαβυλῶνος ἔδειξε κάμινος
πηγάσασα δρόσον,
ὅτι ῥείθροις ἔμελλεν ἄυλον πῦρ
εἰσδέχεσθαι ὁ Ἰορδάνης
καὶ στέγειν σαρκὶ
βαπτιζόμενον τὸν κτίστην
ὃν εὐλογοῦσι λαοὶ
καὶ ὑπερυψοῦσιν
εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ὠδὴ θ΄
«Μεγάλυνον, ψυχή μου,
τὴν τιμιωτέραν
τῶν ἄνω στρατευμάτων».
«Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα
εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν
ἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος
ὑμνεῖν σε, Θεοτόκε·
ὅμως ἀγαθὴ ὑπάρχουσα
τὴν πίστιν δέχου
καὶ γὰρ τὸν πόθον οἶδας
τὸν ἔνθεον ἡμῶν·
σὺ γὰρ Χριστιανῶν εἶ προστάτις,
σὲ μεγαλύνομεν».
Θεολογικότερα είναι τα στιχηρά των αίνων, ιδιόμελα του α΄ ήχου, ποίημα Γερμανού του Α΄ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Από αυτά διαλέγουμε το πρώτο και το τέταρτο. Το πρώτο αναφέρεται στην επιφάνεια του Χριστού του αληθινού Θεού και στο φως που έλαμψε στον κόσμο δια της παρουσίας Του. Στο άλλο η επιφάνεια του αληθινού φωτός συνδυάζεται προς το βάπτισμα του Χριστού, τον αγιασμό του ύδατος και στην θεολογική έννοια του βαπτίσματος των χριστιανών και κατακλείεται με μία δοξολογική αποστροφή προς τον Θεό για τα θαυμάσιά Του έργα.
«Φῶς ἐκ φωτὸς
ἔλαμψε τῷ κόσμῳ
Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ὁ ἐπιφανεὶς Θεός·
τοῦτον, λαοί, προσκυνησωμεν».
«Τὸ ἀληθινὸν φῶς ἐπεφάνη
καὶ πᾶσι τὸν φωτισμὸν δωρεῖται.
Βαπτίζεται Χριστὸς μεθ᾿ ἡμῶν
ὁ πάσης ἐπέκεινα καθαρότητος.
Ἐνίησι τὸν ἁγιασμὸν τῷ ὕδατι
καὶ ψυχῶν τοῦτο καθάρσιον γίνεται.
Ἐπίγειον τὸ φαινόμενον
καὶ ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς τὸ νοούμενον·
διὰ λουτροῦ σωτηρία,
δι᾿ ὕδατος τὸ Πνεῦμα,
διὰ καταδύσεως
ἡ πρὸς Θεὸν ἡμῶν ἄνοδος γίνεται.
Θαυμάσια τὰ ἔργα σου,
Κύριε, δόξα σοι».
Και κατακλείομε με το τόσο γνωστό θριαμβευτικό απολυτίκιο των Θεοφανείων του α΄ ήχου. Η φανέρωσις του Τριαδικού Θεού, η Θεοφάνεια, έγινε κατά το βάπτισμα του επιφανέντος Χριστού και φωτίσαντος τον κόσμον. Ο Υιός εβαπτίζετο στον Ιορδάνη, η φωνή του Πατρός εμαρτύρει ονομάζουσα Ὑἱὸν ἀγαπητὸν» τον Χριστό, το Πνεύμα εν είδει περιστεράς επεσφράγιζε του λόγου το ασφαλές. Και τα τρία ονόματα της μεγάλης εορτής – «Επιφάνεια» – Θεοφάνεια» – «Φώτα» – υποδηλώνονται στο ωραίο αυτό τροπάριο.
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε,
ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις·
τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι,
ἀγαπητόν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα·
καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς
ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.
Ὁ ἐπιφανείς, Χριστὲ ὁ Θεός,
καὶ τὸν κόσμον φωτίσας,
δόξα σοι».
(9 Ιανουαρίου 1971)
[1] Μάρκ. 1, 1-8.
[2] Τίτ. 2, 13.
[3] Τίτ. 2, 11.
[4] Α´ Τιμοθ. 3, 16.
[5] Ησ. 8, 23. 9, 1.
[6] Ματθ. 4, 12-17.
[7] Ιω. 1, 32-34.
[8] Ματθ. 3, 17. Μάρκ. 1, 11. Λουκ. 3, 22.
[9] Κεφ. 3, 23.
[10] Ιω. 2, 11.
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997
Από ΕΔΩ