Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού

Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
Muzeum Warmii i Mazur w Olsztynie
Ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πού ευρίσκεται στό Μουσεῖο Warmii i Mazur
στό Olsztyn, τῆς Πολωνίας

Ευαγγελική περικοπή για την Κυριακή πρό της Υψώσεως

Ιωάν. γ΄ 13-17

Η σωτήρια ύψωση του Κυρίου επάνω στο Σταυρό

13 καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ. 14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 16 Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ.

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

13 Αλλά στον ουρανό δεν ανέβηκε κανένας, παρά μόνο ΄Ένας: Εκείνος που κατέβη από τον Ουρανό, ο Υιός του ανθρώπου, που εξακολουθεί να ευρίσκεται εις τον Ουρανό. 14 Και αυτός, ο Υιός του Ανθρώπου, θα χρειαστεί να “υψωθεί” με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο, που ο Μωϋσής ύψωσε τον όφι στην έρημο, 15 δηλαδή για να μην κινδυνεύει στο εξής ο κάθε άνθρωπος που θα πιστεύει σ΄ Αυτόν, να χαθεί, αλλά να μπορεί να αποκτήσει ζωή αιώνια. 16 Και μην το ξεχνάτε ποτέ: Τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωκε τον Υιό Του τον Μονογενή, για να μην κινδυνεύει πια να χαθεί ο κάθε άνθρωπος που θα πιστεύει σ΄ Αυτόν, αλλά να μπορεί να έχει ζωή αιώνια!  17 Γιατί ο Θεός τον Υιό Του δεν Τον έστειλε στον κόσμο για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να μπορέσει να σωθεί ο κόσμος χάρις σ΄ Αυτόν.

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στή σημερινή περικοπή τοῦ Ευαγγελίου, λέμε ὅτι ο Θεός δὲν ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλά γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Ζωντανὸς Θεός γίνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου, μοιράζεται μαζί του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, τὴν κατάσταση τοῦ δημιουργήματος ἑνός πεπτωκότος κόσμου, ὅλα τά δεινά, περιλαμβάνοντας καὶ τὴν τραγωδία τοῦ θανάτου, πού περιέχει καὶ τὴν τραγική ἀπώλεια τῆς συναίσθησης τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειπες; Καὶ σωζόμαστε, μὲ τὴν ζωή Του, καὶ τὸν θάνατό Του, και τὰ λόγια Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τὶ κάνουν). Ἀλλά αὐτά τὰ λόγια μπορεῖ νὰ ταιριάζουν καὶ σὲ μᾶς πού ξέρουμε, θα μπορούσαμε νὰ ξέρουμε – δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο; Ὁπότε δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὶ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μας; Δὲν εἴμαστε λοιπόν γνῶστες ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ταιριάζουν σ’ ὅλους μας; – κι ὄμως ὑπάρχει μιὰ διαφορά.

Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, λέει σὲ κάποιον ἀπό τοὺς ἐπισκέπτες του, ..Ναί, νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴν συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός ἀπαντᾶ στὶς προσευχές σου, ἀλλά θυμήσου ἕνα πράγμα: τὸ τίμημα πού Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νἄχει τὴν δύναμη τῆς συγχώρησης, κι ἄς μὴν τοῦ ζητᾶμε κάτι λίγο γιὰ συγχώρηση, ἄς μὴν ἔρχομαστε ἀνάξιοι στὴν προσευχή πρὸς Ἐκεῖνον, γιατί ὁ θάνατος Του, συνηγορεῖ στὴν συγχώρησή μας. Καὶ δὲν μποροῦμε χωρίς μιὰ ἀνταπόκριση ἀπό τὸ βαθύτερο εἶναι μας στραμμένο πρὸς τὸν θεό καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν συγχώρηση μὲ τὸ κόστος τοῦ θανάτου Του, καὶ νὰ μὴν τοῦ προσφέρουμε τίποτε, τίποτε παρά μόνον τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τὸ φορτίο πού μᾶς συνθλίβει.

Καὶ ἄν ἀναρωτιόμαστε τὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε – μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν εὐχαριστία μας. Μιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτή τὴν ἀγάπη πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη πού Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη μοίρα μας, ἀλλά τὸ νὰ χάσει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, μὲ σκοπό νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά Του μὲ μᾶς, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ νὰ ἐκτιμήσει, Αὐτός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας μείνει χωρίς Θεό, πάνω στὸν Σταυρό, καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ μᾶς πού πρέπει νὰ συγχωρηθοῦμε….

Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πού μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπ’ τὸ σημερινό δεύτερο Μάθημα: ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας πού μοίχευσε. Αὐτή ἡ γυναίκα ἔχοντας ἁμαρτήσει, ἐλεύθερα, ἐλαφρόμυαλα, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνει, ὡστόσο μία ἀπό ἐκείνους πού δεν ξέρουν τὶ κάνουν! Και ξαφνικά βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ γεγονός ὅτι ἡ ἁμαρτία «πέθανε». Θεωροῦσε δεδομένο, καὶ ἡ Παλαιά Διαθήκη διακήρυττε ὅτι τῆς πρέπει θάνατος. Κι αὐτή ἔρχεται στὸν Χριστό, μὲ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ τῆς ἀποδοθεῖ ἡ τιμωρία μὲ τὴν σκληρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, χωρίς ἔλεος. Κι ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμή ἐκείνη εἶχε καταλάβει τά πάντα. Ἤξερε ὅτι ἡ ἁμαρτία σημαίνει θάνατος, μιὰ ἀπόλυτη καταστροφή στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού πεθαίνουν χωρισμένοι ἀπ’ τὸν Θεό, γιατί μόνον στόν Χριστό, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη; Τὸν τόπο τῆς ἀθεράπευτης κι ἀπόλυτης ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ἤξερε ὅτι ὅλα τελειώνουν, ὄχι μόνο ὅσα συνέβησαν κάποτε, ἀλλά ἡ αἰωνιότητα θα γίνει σκοτάδι καὶ θάνατος: ἄν μόνο μποροῦσε να ἐπιστρέψει στὴν παροῦσα ζωή, για νὰ μετανοήσει, ἄν εἶχε χρόνο νὰ ζήσει μιὰ ζωή τέτοια πού ν’ ἀξίζει γιὰ τὸν Θεό καὶ τὸν ἑαυτό της- θα τὄκανε!

Κι αὐτό ὁ Θεός τὸ εἶδε σ’ αὐτήν, αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού στράφηκε στοὺς δικαστές, τοὺς ἁμαρτωλούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πού ἑτοιμάζονταν νὰ σκοτώσουν τὴν γυναίκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες της, ἐνῶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλαμβάνονταν τήν δική τους ἁμαρτωλότητα κι ὅτι κουβαλοῦσαν θάνατο στοὺς ὤμους τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἑαυτοῦ τους· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» (Αὐτός πού δεν ἔχει ἁμαρτίες ἀπό σᾶς ἄς ρίξει τὶς πρῶτες πέτρες) – καὶ κανείς δὲν τόλμησε, γιατί ἐκείνη τὴν στιγμή, αὐτές οἱ λέξεις τόσο ἁπλές καὶ τόσο ἄμεσες, τοὺς ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι, Ναί, – οὔτε ἕνας δὲν ἦταν χωρίς ἁμαρτία, κι ὅλοι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὴν ἀξιοπρέπεια, πρόδιδαν τὸ ἐπάγγελμά τους, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἑτυμηγορία γιὰ αὐτούς ἀπό μιὰ ἀπόφαση θανάτου: δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ προφέρουν γιὰ τὴν γυναῖκα, γιατὶ αὐτό θα σήμαινε ὅτι θἄπρεπε νὰ τὸ ποῦν ….καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους.

Κι ὁ Χριστός πού γνώριζε τὶς καρδιές, ὅσων ὑπῆρξαν πρίν ἀπό Κεῖνον, γνώριζε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶχε περάσει ἀπό τὶς πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐπέστρεψε ἀπό μιὰ θεϊκή ἐνέργεια πού τὴν ἀνάστησε: ναί, πράγματι τὴν ἐπανέφερε ἀπό ἕναν ἀναμενόμενο ἀλλά βέβαιο θάνατο. Καὶ τῆς εἶπε: ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού σὲ καταδικάζουν; Κανείς δὲν τὸ κάνει πιά; -ὄχι-. Οὔτε ἐγώ σὲ καταδικάζω· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ, καὶ μὴν ἁμαρτήσεις πιά! Κι αυτές οἱ λέξεις πῆγαν στὴν καρδιά της, αὐτές οἱ λέξεις πράγματι ἔγιναν ὁ νόμος τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκείνη ἤξερε στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της, στὴν καρδιά και τὸ μυαλό της, σ’ ὅλο της τὸ εἶναι ὅτι ἁμαρτία σημαίνει θάνατος. Καὶ δέχθηκε τὴν συγγνώμη πού σημαίνει ζωή!

Ἄς σταθοῦμε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἐρχόμαστε γιὰ ἐξομολόγηση, ὅταν παίρνουμε τὴν συγχώρηση ἀπό τοὺς ἀλλους, ὅταν μᾶς παρακαλοῦν νὰ συγχωρήσουμε – πῶς στεκόμαστε; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐργάζεται μέσα μας ἐπειδή χάσαμε τὸν Θεό, τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὸ γεγονός ὅτι ἐπιλέξαμε; Αὐτή ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τὶ εἶχε κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο πού μᾶς μιλᾶ, τὸν Χριστό πού μᾶς μιλᾶ, γνωρίζουμε τά πάντα: πῶς στεκόμαστε;

Ἄς μάθουμε ἀπό αὐτήν· ἄς μάθουμε ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἦρθαν φορτωμένοι μὲ πέτρες γιὰ νὰ λιθοβολήσουν τὴν ἁμαρτωλή καὶ συνειδητοποίησαν ὅτι ἦταν μπλοκαρισμένοι στὴν ἴδια τραγωδία τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν καταδικάσουν, γιατί αὐτό θα σήμαινε ὅτι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἴδιο θάνατο.

Τὸ γνωρίζουμε ὅταν ἀρνούμαστε τὴν συγχώρηση; Δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ συγχώρηση μ’ ἐλαφρότητα, πού προφέρεται ἔτσι εὔκολα- ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας; Μποροῦμε νὰ ποῦμε στὸν Θεό: Συγχώρησέ με, ὅπως συγχωρῶ;

Ἄς σταθοῦμε σ’ αὐτή την σκέψη, ἀλλά καὶ στὴν νικηφόρα χαρά, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει, ἀλλά γιὰ νὰ τὸν σώσει! Ἡ σωτηρία εἶναι στὰ χέρια μας! Εἶναι σὲ μᾶς νὰ τὴν πάρουμε – καὶ δίνεται δωρεάν, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι χάρισμα κι ἐξαγορά.

Ἀμήν.