Κυριακή των Μυροφόρων

Αρχική / Uncategorized / Κυριακή των Μυροφόρων
Κυριακή των Μυροφόρων
Τοιχογραφία άγνωστου Θεσσαλονικέα αγιογράφου του 1310- 1320, από τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό. Πηγή: Λογισμικό Θρησκευτικών Α’, Β’ και Γ΄ Γυμνασίου

Από το προφίλ στο Facebook Γωνιά Άγιοι Πάντες, της Ενορίας Αγίων Πάντων Πόλες Κερκύρας.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ 3 ΜΑΪΟΥ 2020 ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ
(Μάρκ. ιε΄ 43-ιστ’ 8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ῾Η δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ῾Ο δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ᾿Αλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλῶσσα
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν ᾿Αριμαθαία, καὶ περίμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νὰ πάει στὸν Πιλᾶτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο Πιλᾶτος ἀπόρησε ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. ῞Οταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ σῶμα στὸν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τὸν ᾿Ιησοῦ, τὸν τύλιξε μ’ αὐτὸ καὶ τὸν τοποθέτησε σ’ ἕνα μνῆμα ποὺ ἦταν λαξεμένο σὲ βράχο· μετὰ κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. ῾Η Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ ᾿Ιωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τὸν ἔβαλαν. ῞Οταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ ᾿Ιακώβου, καὶ ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε ν’ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῏Ηρθαν στὸ μνῆμα πολὺ πρωὶ τὴν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους· «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλήσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατὶ ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρὸς τὰ κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπὸ τὸν τόπο της. Μόλις μπῆκαν στὸ μνῆμα, εἶδαν ἕναν νεαρὸ μὲ λευκὴ στολὴ νὰ κάθεται στὰ δεξιά, καὶ τρόμαξαν. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε· «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸν σταυρωμένο. ᾿Αναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νά καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο· “πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατὶ ἦταν φοβισμένες.

Ερμηνευτικά σχόλια:
Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία: ο Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία, μια μικρή πόλη στα Ιεροσόλυμα, ήταν μέλος του συνεδρίου των Ιουδαίων, αλλά και κρυφός μαθητής του Χριστού. Όταν ο Χριστός πάνω στο σταυρό πεθαίνει, ο Ιωσήφ ζητάει από τον Πιλάτο το σώμα του Χριστού και το κηδεύει μαζί με τον Νικόδημο.

Οι Μυροφόρες Γυναίκες: είναι οι γυναίκες που μαζί με την Παναγία έζησαν από κοντά το πάθος και τη σταύρωση του Χριστού, συμμετείχαν μαζί με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία και το Νικόδημο στον ενταφιασμό Του φέρνοντας αρώματα για να αλείψουν το Σώμα του Χριστού και τρεις μέρες μετά, πολύ πρωί, πριν ακόμα καλά- καλά ξημερώσει, κουβαλούν πάλι αρώματα για να αλείψουν, όπως η παράδοση το έλεγε, πάλι το νεκρό Σώμα Του.

Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα του μνημείου; οι Μυροφόρες ξεκινάνε πολύ πρωί και πάνε να βρουν και να αρωματίσουν το Σώμα του Χριστού. Γνωρίζουν ότι φύλακες φρουρούν τον τάφο του Χριστού για να μην πάει κανείς και κλέψει το νεκρό και επίσης γνωρίζουν ότι ένας τεράστιος λίθος που πολύ δύσκολα μετακινείται, έχει σφραγίσει τον τάφο. Με ποια λογική ξεκινάνε χαράματα με την προσδοκία να ανοίξει ο τάφος και αυτές να αλείψουν με τα αρώματά τους τον Χριστό; Είναι η ελπίδα και η αγάπη για τον Ίδιο Τον Χριστό που τις κάνει να τολμούν κάτι τέτοιο. Ο κίνδυνος να τις πιάσουν και να τις διώξουν υπάρχει και οι πιθανότητες να βρεθεί κάποιος που θα σπρώξει το λίθο δεν υπάρχουν. Οι Μυροφόρες γυναίκες όμως δε δειλιάζουν, τολμούν, γιατί έχουν πιστέψει στον Χριστό και κάτι μέσα τους τούς λέει πως δε θα απογοητευθούν από τα εμπόδια. Το Άγιο Πνεύμα, τις φωτίζει να κάνουν αυτό που το μυαλό τους από μόνο του θα θεωρούσε παράλογο.

Είδαν την πέτρα αποκυλισμένη: Οι Μυροφόρες πρώτες από όλους ζουν το θαύμα της Ανάστασης του Χριστού χωρίς να κάνουν τίποτα. Απλώς τόλμησαν να κάνουν αυτό που έλεγε η καρδιά τους, να πάνε και να συναντήσουν τον Χριστό. Αν είχαν δειλία και δεν πήγαιναν στον τάφο, δε θα ζούσαν την Ανάσταση.

Έφυγαν κατατρομαγμένες και κατασαστισμένες: Μπορεί οι Μυροφόρες να ήταν και τολμηρές και κατατρομαγμένες; Αυτό συμβαίνει, γιατί το θαύμα της Ανάστασης, όπως και κάθε θαύμα που μας χαρίζει ο Χριστός, δε μας κάνει να σταματάμε να είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες και φόβους, σπρώχνει την καρδιά μας όμως πιο κοντά στο Θεό και αφήνουμε να γίνει αγάπη η ζωή μας, γιατί αγαπάμε και εμπιστευόμαστε πάνω από όλα τον Θεό! Ωστόσο, οι Μυροφόρες γυναίκες στη συνέχεια πήγαν και ανακοίνωσαν στους μαθητές το θαύμα της Ανάστασης. Δεν έμειναν κλεισμένες στο φόβο τους, αλλά διακήρυξαν παντού την Ανάσταση του Χριστού. Αυτός είναι και ο δρόμος της πίστης. Να μη φοβόμαστε να ομολογήσουμε ότι πιστεύουμε στο Χριστό και στην Ανάσταση και να νικάμε τη δειλία που πολλές φορές μας κάνει να λέμε Ναι σε ό,τι ορίζουν οι ισχυροί του κόσμου μας, ο τρόπος ζωής και ο πολιτισμός μας. Ο αληθινός χριστιανός νικά τον φόβο και με θάρρος και τόλμη ζει την χαρά της πίστης και της Ανάστασης!